H ευαισθητοποίηση των καταναλωτών για το πως καλλιεργούνται, συγκομίζονται, επεξεργάζονται, μεταφέρονται και πωλούνται διάφορα αγροτικά προϊόντα είναι πλέον δεδομένη παγκοσμίως. Σημαντικά βήματα προόδου στα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου πραγματοποιήθηκαν τον 20ο αιώνα εξαιτίας αυτής ακριβώς της νέας αντίληψης για τα καλλιεργούμενα προϊόντα και το πώς φτάνουν στο σπίτι μας.
Δύο είναι τα προϊόντα για τα οποία η ευαισθητοποίηση των καταναλωτών οδήγησε σε σημαντικές εξελίξεις υπέρ των παραγωγών τους σε Λατινική Αμερική, Αφρική και Ασία: η μπανάνα και ο καφές. Όλοι γνωρίζουμε της πρωτοβουλίες «ηθικής καλλιέργειας» και «δίκαιου εμπορίου» (fair trade) που έχουν αναπτυχθεί τελευταία με σκοπό τη στήριξη των παραγωγών μπανάνας και καφέ, σε χώρες όπου η δημοκρατία και το εργατικό δίκαιο είναι αντιμέτωπα με διεφθαρμένες κυβερνήσεις και άπληστες βιομηχανίες.
Και, όμως, δεν ήταν ούτε η μπανάνα αλλά ούτε ο καφές το πρώτο αγροτικό προϊόν που προκάλεσε την οργή των καταναλωτών που έβλεπαν να καταπατούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα στην καλλιέργεια, του προϊόντος. Ήταν το βαμβάκι, η μεγαλύτερη καλλιέργεια του κόσμου: ο λευκός χρυσός για την απόκτηση του οποίου διαπράχτηκαν επί αιώνες απίστευτες ωμότητες με χειρότερη το δουλεμπόριο από την Αφρική προς την Αμερική.
Η ιστορία του βαμβακιού είναι συγκλονιστική: Ευρωπαϊκά αποικιοκρατικά κράτη δημιούργησαν με τη χρήση βίας ένα παγκόσμιο δίκτυο ελεγχόμενων εκτάσεων καλλιέργειας του προϊόντος σε Ασία, Αφρική και Αμερική, μεταφοράς του σε λιμάνια κι από εκεί σε κλωστοϋφαντουργεία, βαφεία κι εργοστάσια παραγωγής υφασμάτων κι ετοίμων ενδυμάτων κυρίως σε ευρωπαϊκές πόλεις. Ένα παγκόσμιο δίκτυο το οποίο, σύμφωνα με τον Γερμανό ιστορικό Σβεν Μπέκερτ (Sven Beckert), καθηγητή Αμερικανικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, ήταν υπεύθυνο για την έκρηξη της Βιομηχανικής Επανάστασης και μέσω αυτής, για την παγκόσμια επιτυχία του καπιταλισμού.
Στο εκπληκτικό βιβλίο του «Η αυτοκρατορία του βαμβακιού», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2022), ο ιστορικός θεωρεί ότι η καλλιέργεια του βαμβακιού στην Αμερική και η δημιουργία των οικονομικών κολοσσών επεξεργασίας νημάτων/υφασμάτων στηρίχθηκαν στην πρακτική της δουλείας. Οι άνθρωποι καλλιεργούσαν ελεύθερα επί χιλιετίες βαμβάκι, ειδικά στην Ασία, αλλά κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα η έκρηξη της βαμβακοκαλλιέργειας βασίστηκε κυρίως στην εργασία σκλάβων. Το 1857, σχεδόν το 70% του συνολικού βαμβακιού που έφτανε για επεξεργασία στο Ηνωμένο Βασίλειο από τις Ηνωμένες Πολιτείες είχε καλλιεργηθεί -κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του- από σκλάβους στις οργανωμένες αλλά δεσποτικές βαμβακοφυτείες του Αμερικανικού Νότου. Σύμφωνα με τον Σβεν Μπέκερτ η δουλεία ήταν «η αναγκαία προϋπόθεση για να γεφυρωθεί το βάραθρο που χώριζε τις απαιτήσεις του εκμηχανισμένου μεταποιητικού τομέα από τις δυνατότητες της προνεωτερικής γεωργίας».
Ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος (1861- 1865) καταργώντας τη δουλεία ανάτρεψε μια πραγματικότητα δεκαετιών και μετέβαλε τη δομή όχι μόνο της αμερικανικής βαμβακοκαλλιέργειας αλλά συνολικά τη δομή της μεταποίησης και του παγκόσμιου εμπορίου. Μεταξύ εκείνων που πρωτοστάτησαν στο να τελειώσει η βαρβαρότητα του δουλεμπορίου ήταν μερικοί από εκείνους που κατά τεκμήριο ωφελούνταν από το δουλοκτητικό καθεστώς: βιομήχανοι του Αμερικανικού Βορρά, εύποροι Ευρωπαίοι έμποροι και διανοούμενοι στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Όπως μας εξηγεί ο Σβεν Μπέκερτ το ξέσπασμα του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου με αφορμή – αλλά όχι κύρια αιτία- την κατάργηση της δουλείας οδήγησε σε βίαιη ανατροπή των παραγωγικών δομών στις Ηνωμένες Πολιτείες και προκάλεσε παγκόσμια αναστάτωση στο εμπόριο. Ο συγγραφέας της «Αυτοκρατορίας του Βαμβακιού» θεωρεί ότι ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος προκάλεσε την πρώτη κρίση πρώτων υλών στην νεωτερική κοινωνία καθώς το διεθνές εμπόριο βαμβακιού κατέρρευσε και η παγκόσμια βαμβακοβιομηχανία κλυδωνίστηκε. Ο «λιμός του βαμβακιού» όπως αποκλήθηκε εκείνη η κρίση προκάλεσε στάση εργασιών, κλείσιμο εργοστασίων, μαζική ανεργία, μετανάστευση κ.ά.
Παρόλα αυτά, η βούληση αρκετών Αμερικανών και πολλών Ευρωπαίων να αποσυνδεθεί η καλλιέργεια βαμβακιού από τα σκλαβοπάζαρα της Αφρικής και την αναγκαστική εργασία υπό απάνθρωπες συνθήκες στις φυτείες του Αμερικανικού Νότου οδήγησε στην πρώτη παγκόσμια αντίδραση: το κίνημα του «βαμβακιού από ελεύθερη καλλιέργεια» (free grown cotton) ξεκίνησε ταυτόχρονα στις ΗΠΑ και την Αγγλία. Στην Αμερική το ενστερνίστηκαν προοδευτικοί επιχειρηματίες όπως ο Έντουαρντ Άτκινσον (Edward Atkinson), βαμβακοβιομήχανος από την Βοστώνη κι ένθερμος υποστηρικτής της ημερομίσθιας εργασίας ελεύθερων εργατών κι όχι δούλων. Αλλά και πρωτοπόρες ακτιβίστριες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως η Ελίζαμπεθ Τσάντλερ Elizabeth Margaret Chandler (1807 – 1834) από τη Φιλαδέλφεια η οποία πέρασε στην ιστορία με το δοκίμιο «Consumers» στο οποίο έγραφε ότι «αν δεν υπάρξουν καταναλωτές προϊόντων που παρήχθησαν από σκλάβους, δεν θα υπάρχουν σκλάβοι…».
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, δημιουργήθηκε το «Κίνημα Αγγλίδων Κυριών υπέρ της Ελευθερίας στο Καλλιεργούμενο Βαμβάκι» (English Ladies’ Free Grown Cotton Movement), μια ένωση γυναικών «οι οποίες αποφάσισαν να αγοράζουν αποκλειστικά ρούχα από βαμβάκι καλλιεργημένο με την εργασία ελεύθερων ανθρώπων». Στην Αγγλία επίσης, ιδρύθηκε η «Free Labour Cotton Depot» (Αποθήκη Βαμβακιού Ελεύθερης Καλλιέργειας) στο χωριό Street, στο Somerset της Δυτικής Αγγλίας. Η Αποθήκη ήταν ουσιαστικά ένας πάγκος που είχε στηθεί σε δημόσιο οίκημα του χωριού και ιδρύθηκε από την Ελέανορ Κλαρκ (Eleanor Stephens Clark), τη σύζυγο του υποδηματοποιού Τζέιμς Κλαρκ (James Clark). Μεταξύ του 1853 και του 1858 το Free Labour Cotton Depot πωλούσε σειρά βαμβακερών προϊόντων, κυρίως βαμβακερά υφάσματα με το μέτρο τα οποία ήταν πιστοποιημένα ως προϊόντα ελεύθερης εργασίας και κατασκευάζονταν από βαμβάκι που καλλιεργούνταν από μισθωτή ή ελεύθερη εργασία και όχι από σκλάβους.
Είχε προηγηθεί στις αρχές του 19ου αιώνα το Free Produce Movement, η πρώτη καταγεγραμμένη προσπάθεια καταναλωτών κατά προϊόντων που παρήχθησαν από εργασία σκλάβων. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στη Μεγάλη Βρετανία η εκστρατεία κατά του βαμβακιού που καλλιεργούνταν από δούλους ξεκίνησε τη δεκαετία του 1830 και κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1860, όταν ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος έβαλε βίαιο μεν αλλά οριστικό τέλος στην παραγωγή βαμβακιού από σκλάβους.
Πηγή: https://zeitgeist.gr/
0 Σχόλια