Μια προσωπική ιστορία του Gabor Maté που αναδεικνύει το κόστος του στρες στην υγεία μας
Πώς διαχειρίζεται ένας κορυφαίος συγγραφέας και γιατρός τα δικά του τραύματα και βιώματα; Με μεγάλη προσωπική έρευνα και το απαιτούμενο ψυχολογικό «σκάψιμο». Κατά το πρώτο έτος της ζωής του, ο Gabor Maté βίωσε τις συνέπειες της κατοχής της Ουγγαρίας από τους Ναζί: Οι παππούδες του σκοτώθηκαν στο Άουσβιτς, ενώ ο πατέρας του εργαζόταν καταναγκαστικά στην υπηρεσία του γερμανικού και του ουγγρικού στρατού. Έτσι, η μητέρα του βρέθηκε μόνη της με ένα παιδί που ήταν απόλυτα εξαρτημένο από εκείνη. Για μερικές εβδομάδες μάλιστα, ο Gabor Maté, αποχωρίστηκε τη μητέρα του, όσο βρίσκονταν και οι δύο στο γκέτο της Βουδαπέστης. Στη βρεφική του ηλικία λοιπόν, ο Maté ήρθε σε άμεση επαφή με το άγχος και την απόγνωση της μητέρας του, γεγονός που τον επηρέασε και ως ενήλικο.
Στο βιβλίο του Όταν Το Σώμα Λέει Όχι, ο Gabor Maté δεν επικεντρώνεται στα βιώματά του, αλλά στις ψυχολογικές επιπτώσεις που αυτά του προκάλεσαν. «Η δουλειά μου γι’ αυτό το βιβλίο με βοήθησε επίσης να κάνω μια εσωτερική διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους έχω απωθήσει τα δικά μου συναισθήματα», γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου.
Στο παρακάτω απόσπασμα, διαβάζουμε την προσωπική ιστορία του Gabor Maté, μαζί με τις συνειδητοποιήσεις που η επαγγελματική του εμπειρία του προσέφερε.
Ένα βράδυ πήγα να δω την 76 χρόνων μητέρα μου στον οίκο ευγηρίας όπου διέμενε. Είχε μυϊκή δυστροφία, μια κληρονομική νόσο που υπάρχει στην οικογένειά μας και η οποία κάνει τους μυς να ατροφούν. Καθώς δεν μπορούσε πλέον ούτε να σηκωθεί χωρίς βοήθεια, δεν γινόταν να ζήσει στο σπίτι. Οι τρεις γιοι της και οι οικογένειές μας την επισκεπτόμασταν συχνά μέχρι τον θάνατό της, ο οποίος επήλθε μόλις είχα αρχίσει να γράφω αυτό το βιβλίο.
Κούτσαινα λίγο καθώς περπατούσα στον διάδρομο του οίκου ευγηρίας. Εκείνο το πρωί είχα κάνει μια επέμβαση σε έναν σπασμένο χόνδρο στο γόνατό μου, αποτέλεσμα του γεγονότος ότι αγνοούσα αυτό που μου έλεγε το σώμα μου μέσω του πόνου που με έπιανε κάθε φορά που έκανα τζόκινγκ σε τσιμέντο. Καθώς άνοιξα την πόρτα του δωματίου της μητέρας μου, αυτομάτως περπάτησα κανονικά, με έναν ανέμελο τρόπο, προς το κρεβάτι της για να τη χαιρετήσω. Η παρόρμησή μου να κρύψω το ότι κουτσαίνω δεν ήταν συνειδητή – έκανα την κίνηση πριν καν αποκτήσω επίγνωση του γεγονότος. Πολύ αργότερα αναρωτήθηκα τι ακριβώς με ώθησε να κάνω κάτι που δεν χρειαζόταν – δεν χρειαζόταν διότι η μητέρα μου θα αποδεχόταν, χωρίς να φοβηθεί, το ότι ο 51 ετών γιος της είχε ένα λίγο πονεμένο γόνατο δώδεκα ώρες ύστερα από μια επέμβαση.
Τι είχε συμβεί λοιπόν; Η αυτόματη αντίδρασή μου να προστατεύσω τη μητέρα μου από τον πόνο μου, ακόμη και σε μια εντελώς αθώα περίσταση, ήταν ένα αντανακλαστικό βαθιά ριζωμένο μέσα μου, που δεν αφορούσε ουσιαστικά τις ανάγκες κανενός από τους δυο μας εκείνη τη στιγμή. Αυτή η απώθηση ήταν μια ανάμνηση – η αναπαράσταση μιας διαδικασίας που είχε χαραχτεί στον αναπτυσσόμενο εγκέφαλό μου όταν εγώ δεν μπορούσα με κανέναν τρόπο να έχω επίγνωση.
Είμαι και επιζών και παιδί της γενοκτονίας των ναζί – όταν ήμουν ενός έτους, έζησα το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου στη Βουδαπέστη υπό την κατοχή των ναζί. Οι παππούδες μου από την πλευρά της μητέρας μου πέθαναν στο Άουσβιτς όταν ήμουν πέντε μηνών˙ επίσης, η θεία μου είχε απελαθεί και δεν την ξαναείδαμε ποτέ˙ και ο πατέρας μου βρισκόταν σε ένα τάγμα καταναγκαστικής εργασίας στην υπηρεσία του γερμανικού και του ουγγρικού στρατού. Η μητέρα μου κι εγώ μετά βίας επιζήσαμε τους μήνες που βρισκόμασταν στο γκέτο της Βουδαπέστης. Έπρεπε να με αποχωριστεί μερικές εβδομάδες, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να με σώσει από βέβαιο θάνατο λόγω ασιτίας ή ασθένειας. Δεν χρειάζεται και πολλή φαντασία για να καταλάβει κανείς ότι, στην κατάσταση που βρισκόταν και με το απάνθρωπο στρες που βίωνε καθημερινά, η μητέρα μου πολύ σπάνια ήταν σε θέση να προσφέρει ένα τρυφερό χαμόγελο και την αμέριστη προσοχή της σε ένα μωρό που καθώς μεγαλώνει τα έχει ανάγκη αυτά για να χαραχτεί βαθιά μέσα στο μυαλό του η αίσθηση της ασφάλειας και της άνευ όρων αγάπης. Η μητέρα μου, μάλιστα, μου είπε ότι πολλές μέρες βρισκόταν σε τέτοιον βαθμό απόγνωσης, που μόνο η ανάγκη να με φροντίσει την κινητοποιούσε για να σηκωθεί από το κρεβάτι. Από νωρίς έμαθα ότι χρειαζόταν να προσπαθήσω για να αποσπάσω την προσοχή της, ότι έπρεπε να επιβαρύνω τη μητέρα μου όσο λιγότερο γινόταν και ότι ήταν καλύτερο να καταπιέζω το άγχος και τον πόνο μου.
Σε μια υγιή αλληλεπίδραση μητέρας-βρέφους, η μητέρα μπορεί να φροντίζει το μωρό της χωρίς αυτό να χρειάζεται να προσπαθεί με κάποιον τρόπο να πάρει οτιδήποτε έχει ανάγκη. Η μητέρα μου δεν ήταν σε θέση να μου προσφέρει αυτή την άνευ όρων φροντίδα – και εφόσον δεν ήταν ούτε αγία ούτε τέλεια, πιθανότατα δεν θα είχε καταφέρει να το κάνει αυτό πλήρως ακόμη και χωρίς τη φρίκη που βίωσε η οικογένειά μου. Αυτές ήταν οι συνθήκες που με έκαναν να γίνω ο προστάτης της μητέρας μου – την προστάτευα κατ’ αρχάς από το να έχει επίγνωση του πόνου μου. Αυτό που ξεκίνησε ως αυτόματος αμυντικός μηχανισμός ενός βρέφους για να τα βγάλει πέρα, εξελίχτηκε σε ένα παγιωμένο μοτίβο της προσωπικότητάς μου, το οποίο, ακόμη και 51 χρόνια αργότερα, εξακολουθούσε να με κάνει να κρύβω μέχρι και τον παραμικρό σωματικό μου πόνο μπροστά στη μητέρα μου.
Τη συγγραφή του βιβλίου Όταν Το Σώμα Λέει Όχι δεν την ξεκίνησα έχοντας αυτά στο μυαλό μου. Στόχος μου ήταν η πνευματική αναζήτηση: ήθελα να διερευνήσω μια ενδιαφέρουσα θεωρία που θα με βοηθούσε να εξηγήσω την ανθρώπινη υγεία και ασθένεια. Ήταν ένα μονοπάτι που το είχαν διανύσει άλλοι πριν από μένα, αλλά υπήρχαν ακόμη πολλά πράγματα να ανακαλύψει κανείς. Η πρόκληση που μου έθεσε ο σύμβουλος ψυχικής υγείας με έκανε να έρθω αντιμέτωπος με το ζήτημα της συναισθηματικής απώθησης στη δική μου ζωή. Συνειδητοποίησα ότι το να κρύβω το γεγονός ότι κουτσαίνω ήταν απλώς ένα μικρό παράδειγμα.
Επομένως, έγραψα αυτό το βιβλίο περιγράφοντας και αυτά που έμαθα από άλλους ή από επαγγελματικές περιοδικές εκδόσεις, αλλά και ό,τι παρατήρησα στον εαυτό μου. Η δυναμική διαδικασία της απώθησης λειτουργεί μέσα σε όλους μας. Όλοι μας αρνούμαστε και προδίδουμε τον εαυτό μας σε κάποιον βαθμό, συνήθως με τρόπους που δεν συνειδητοποιούμε, όπως έκανα κι εγώ όταν «αποφάσισα» να κρύψω το ότι κούτσαινα. Όταν μιλάμε για την υγεία ή την ασθένεια, το θέμα είναι σε ποιον βαθμό˙ επίσης, παίζει ρόλο η ύπαρξη ή η απουσία άλλων παραγόντων –όπως, για παράδειγμα, η κληρονομικότητα ή οι περιβαλλοντικές καταστροφές– που μπορεί να προκαλούν την προδιάθεση για μια ασθένεια. Όταν αποδεικνύω λοιπόν ότι η απώθηση είναι μία από τις κυριότερες πηγές του στρες και συμβάλλει στην εμφάνιση μιας νόσου, δεν κατηγορώ τους ανθρώπους ότι «αρρωσταίνουν τον εαυτό τους». Ο στόχος του βιβλίου αυτού είναι να συνεισφέρω στη γνώση και στη θεραπεία, όχι να επιβαρύνω κανέναν με φταίξιμο και ντροπή, όταν μάλιστα αυτά τα δύο υπάρχουν σε αφθονία στον πολιτισμό μας. Ίσως να είμαι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος στο θέμα του φταιξίματος, αλλά τελικά αυτό ισχύει για τον περισσότερο κόσμο. Η ντροπή είναι το βαθύτερο από τα «αρνητικά συναισθήματα», μια αίσθηση που θα κάνουμε τα πάντα για να την αποφύγουμε. Δυστυχώς, ο αδιάκοπος φόβος μας για την ντροπή μάς εμποδίζει να δούμε την πραγματικότητα.
Πηγή: https://keybooks.gr/
0 Σχόλια