ΔΙΑΒΑΣΤΕ

6/recent/ticker-posts

Η ιστορία της Diane Arbus

Οι επικριτές της έλεγαν πως μπορούσε να κάνει και την ομορφότερη γυναίκα να δείχνει άσχημη και πως ο Θεός ο ίδιος θα έδειχνε σατανικός αν τον φωτογράφιζε η Άρμπους.







 Για την Άρμπους το να δουλεύει με "freaks" της προκαλούσε ευχαρίστηση και φόβο ταυτόχρονα. Η εμμονή της με το περιθώριο ξεκίνησε, όταν μαθήτρια ακόμη - έπαιρνε το μετρό και κατέβαινε στις απαγορευμένες γι αυτήν στάσεις στο Μπρονξ και το Μπρούκλιν. Σαν μια ντετέκτιβ της Τέχνης έπαιρνε από πίσω τους πιο περίεργους χαρακτήρες και τους ακολουθούσε στα κρυφά. Ενθουσιαζόταν με κάθε ανάπηρο ναρκομανή, με κάθε πάμφτωχη αλλά φτιασιδωμένη γιαγιούλα και καθώς τους παρακολουθούσε να ψάχνουν στα σκουπίδια ή να γυρνούν σπίτι τους, που συνήθως ήταν κάποιο λερωμένο χαρτοκιβώτιο, φαντασιωνόταν τα πιθανά μυστικά τους. (Ίσως αυτός ο άντρας είναι συγγραφέας που κάνει έρευνα για το βιβλίο του και η ηλικιωμένη με τα βρώμικα ρούχα και το λαμπερό δαχτυλίδι, σίγουρα είναι ξεπεσμένη αριστοκράτισσα της Ευρώπης.)







 Γεννημένη -το 1923 - και μεγαλωμένη σε περιβάλλον αυστηρό και αποστειρωμένο: Oι γονείς της ήταν από τους πλουσιότερους επιχειρηματίες της Ν.Υόρκης. Η Ντιάν (όπως προφέρεται το μικρό της όνομα) αποφάσισε νωρίς να ζήσει μέσω των άλλων ανθρώπων -έστω και έμμεσα- την συναρπαστική και επικίνδυνη ζωή που της έλειπε τόσο.

 Για να γλιτώσει από την οικογένειά της, η Ντιάν παντρεύτηκε τον παιδικό της έρωτα, τον Άλαν Άρμπους, που της έμαθε την τεχνική τής φωτογραφίας και μαζί φωτογράφισαν δεκάδες εντιτόριαλ μόδας.

Πιθανότατα αυτή η ενασχόλησή της με τη μόδα, την οποία σιχαινόταν, προξένησε την κατοπινή αντίδρασή της εναντίον σε αυτό που συμβατικά θεωρείται ωραίο. Έχοντας περισσότερο ταλέντο από τον άντρα της άρχισε να δέχεται προτάσεις από πολλά περιοδικά.  Πριν κλείσει τα 30 ήταν ήδη πετυχημένη φωτορεπόρτερ, αναγκαζόμενη να τραβάει φωτογραφίες της υψηλής κοινωνίας – την οποία σιχαινόταν επίσης.

   Πάλι από αντίδραση άρχισε να συχνάζει στις περιοχές με τα γκέι μπαρ, τα στριπ σόου, τις υπαίθριες καντίνες και τα τσίρκα διψώντας για τους ηρωισμούς των θαμώνων. Βλέποντας μάλιστα στο σινεμά την επανέκδοση του Freaks, της κλασσικής ταινίας του Τοντ Μπράουνιγκ δεν πίστευε στα μάτια της! Όλα αυτά που οι γονείς της της απαγόρευαν να δει ήταν μπροστά της και ήταν εντελώς αληθινά. Θα ξανάβλεπε δεκάδες φορές το Freaks σε άδεια σινεμά καπνίζοντας χόρτο παρέα με φίλους,. Σύντομα το Freak Museum στο Μπρόντγουεϊ έγινε το αγαπημένο της μέρος, με τα σόου του Αλμπέρτο (μισός άντρας μισή γυναίκα) του Φώκια (με χέρια φυτρωμένα πίσω από τους ώμους), της Γυναίκας με Γένια. Η αδρεναλίνη της χτυπούσε κόκκινο και μετά από πολύμηνη γνωριμία με τους περφόρμερ και αφού είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, τους ζήτησε να ποζάρουν για την κάμερά της.

 Ξανά και ξανά φωτογράφισε τους τρίδυμους νάνους, τα παχιά κορίτσια με προγναθισμό, τη γιαγιά με το ερπετό προσπαθώντας να λύσει το μυστήριό τους, να καταλάβει τον απρόβλεπτο εσωτερικό τους κόσμο. Σ'αυτούς τους ταλαντούχους-ατάλαντους εκκεντρικούς πρόβαλλε το δικό της γοτθικό παραμύθι, γεμάτο τραγικές αλλόκοτες δυνάμεις. Και καθώς τις νύχτες απαθανάτιζε τσίρκο, τραβεστί και παράλυτους για το κέφι της, τις ημέρες έπρεπε να φωτογραφίζει γερουσιαστές με τις γυναίκες τους και κοσμικά εγκαίνια για λόγους βιοποριστικούς...

 Ταυτόχρονα όμως, έστω και υποσυνείδητα, η ιδιαίτερη καλλιτεχνική ματιά της τρύπωνε σε όλα τα φωτορεπορτάζ που έκανε δημιουργώντας ένα είδος φανκ δημοσιογραφίας. Εκνευρισμένα σελέμπριτις διαμαρτύρονταν πως έμοιαζαν με τέρατα στις τετράγωνες φωτογραφίες της Άρμπους. Καθόλου κολακευτικές πόζες ή φωτισμοί μετέτρεπαν τις δεξιώσεις σε freak shows. Οι επικριτές της έλεγαν πως μπορούσε να κάνει και την ομορφότερη γυναίκα να δείχνει άσχημη και πως ο Θεός ο ίδιος θα έδειχνε σατανικός αν τον φωτογράφιζε η Άρμπους. Η ίδια απαντούσε: «Δε βγάζω κάτι που δεν υπάρχει. Απλά ζητάω από τους ανθρώπους να βγάλουν τις μάσκες τους.» 

Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της δουλείας της ως φωτορεπόρτερ ήταν το πρεστιζ, η ασφάλεια που ένιωθε και τα πολλά λεφτά. Η δημοσιογραφία ήταν το κλειδί που άνοιγε χώρους απαγορευμένους. Συνήθως χρησιμοποιούσε αυτό το κλειδί για λόγους δικούς της άσχετους με το επίσημο ρεπορτάζ, τελειώνοντας στα γρήγορα τις επίσημες αποστολές της ώστε να ασχοληθεί με τα δικά της.

 Οι προτάσεις που έκανε στα περιοδικά ήταν πάντα ιδιοτελείς, αφορούσαν πρότζεκτ που την ενδιέφεραν έτσι κι αλλιώς. Τα περιοδικά όμως απέρριπταν οτιδήποτε εξτρίμ: το LIFE αγνόησε την ιδέα της για ένα πορτφόλιο με 10 θανατοποινίτες, ζητώντας της αντί γι αυτό να φωτογραφίσει 10 μέλη βασιλικών οικογενειών της Ευρώπης. Κι έτσι έγινε γνωστή, ως η φωτογράφος των πλουσίων και ισχυρών.

 Ήταν έκπληξη για τους περισσότερους που την ήξεραν η κρυφή δουλειά της με τους φτωχούς και αδύνατους που εμφανίστηκε κυρίως μετά το θάνατό της.

 Οι φωτογραφίες τής Diane Arbus προξένησαν ένα είδος έκπληξης ή καλύτερα ανησυχίας, ταραχής. Και δημιούργησαν αντιφατικές επιθυμίες: θέλεις να τις αποκρυπτογραφήσεις και ταυτόχρονα δεν θέλεις με τίποτα.
Η ποπ θεωρητικός Σούζαν Σόνταγκ, είχε γράψει πως η δουλεία της Άρμπους δεν είχε τίποτα το δημοσιογραφικό: ήταν αγνός αθώος σουρεαλισμός που αγκάλιαζε το γκροτέσκο και σεβόταν όλους τους ανθρώπους που δέχονταν να φωτογραφηθούν.

 Αυτές οι κρυφές φωτογραφίες της δεν ήταν απλώς ένα «ποιοτικό» πρότζεκτ που συχνά σκαρώνουν οι φωτογράφοι των περιοδικών ως άλλοθι για την εμπορική τους εργασία. Ο πόθος της για μια πολύχρωμη ζωή, η αστείρευτη και συχνά νοσηρή περιέργειά της και η καταπιεσμένη από τα περιοδικά δημιουργικότητά της οδήγησαν τη φωτογράφο στις πιο απίστευτες περιπέτειες και συναντήσεις. Οι φωτογραφίες που προέκυπταν από τις διάφορες εμπειρίες, ήταν γι αυτήν απλά σουβενίρ, προσωπικές αποδείξεις πως ήταν κι αυτή εκεί. Σαν selfies που δείχνουν άλλους ανθρώπους. Χωρίς αυτές, οι ιστορίες των περιπετειών της θα έμοιαζαν απίστευτες.

 Οι σοκαριστικές για την δεκαετία του '60 εικόνες γυμνιστών την έφεραν σε επαφή με νέους ήρωες για τα παραμύθια της: την υπέρβαρη οικογένεια γυμνιστών που λιάζονται στο γρασίδι, τους συνταξιούχους που ποζάρουν γυμνοί δίπλα σε γυμνές τους φωτογραφίες, τους τροφαντούς γυμνιστές εραστές που της θύμιζαν τον Αδάμ και την Εύα.

 Αν ζούσαν αυτοί οι γυμνιστές σήμερα στην Ελλάδα, θα βγαίναν άραγε στις εκπομπές να τραγουδήσουν τους ύμνους τους, όπως η πρόεδρος των γυμνιστών Κάλλη Φέρρη; Θα έφτιαχναν κόμμα όπως ο Δημοσθένης Βεργής; Θα ακκίζονταν με την Αννίτα; Μήπως οι αμακιγιάριστες τρανς που η Άρμπους φωτογράφισε στις καλύτερες και τις χειρότερες στιγμές τους, θα περνούσαν από τον Φίλιππο Καμπούρη για να ξεκατινιαστούν με τις πρώην φίλες τους;

 Δεν αποκλείεται.  Πάντως οι τρόποι για να πειστούν τα μοντέλα είναι τελείως διαφορετικοί: η Άρμπους έκανε παρέα, πραγματική παρέα, επί βδομάδες με τα 'freaks' της, μέχρι να υπάρξει αμοιβαία εμπιστοσύνη. Για να πειστούν αυτοί της Trash TV να εμφανιστούν αρκεί μια δωροεπιταγή και η ελπίδα πως κάποιος θα ανακαλύψει το ταλέντο τους, ή έστω το ότι θα γράψουν τον εαυτό τους στο βίντεο.

 Η Άρμπους μάλλον θα απέφευγε τους τηλεοπτικούς αστέρες. Ήξερε πως η τρέλα που βγαίνει δημοσίως δε πιάνει μία μπροστά στην απροσποίητη εκκεντρικότητα που δεν την βλέπει κανείς. Οι ήρωες της Άρμπους δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν. Ταλαιπωρημένα τραβεστί, δύσμορφοι και καθυστερημένοι γύμνωσαν τους εαυτούς της μπροστά στην κάμερά της χωρίς να προσδοκούν την αναγνωρισιμότητα ή λεφτά. Οι περισσότεροι ούτε που θα έμαθαν ποτέ ότι μια φωτογραφία τους μπήκε στα μεγαλύτερα περιοδικά τέχνης, ή ότι 30 χρόνια μετά εκατοντάδες χιλιάδες φιλότεχνοι θα τους θαύμαζαν σιωπηρά στο ΜΟΜΑ.

 (Μόνο στα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε τη χαρά να δει έργα της στο ΜΟΜΑ της Νέας Υόρκης, όμως τα χρήματα της τελείωναν, καθως οι αρχισυντάκτες των περιοδικών δεν ένιωθαν άνετα ούτε με τα αμφιλεγόμενα θέματά της ούτε με την σχετική καλλιτεχνική αναγνώριση της.) Η Diane Arbus έζησε μόλις 48 χρόνια. Επέλεξε να αυτοκτονήσει τον Ιούλιο του 1971. 

 Υπήρξαν μάλλον ανόητες φήμες πως η αιτία της αυτοκτονίας της ήταν το ότι δεν άντεχε πια την ασχήμια του κόσμου που φωτογράφιζε. Η ίδια είχε γράψει πως παρ'όλη την κληρονομική βαριά κατάθλιψη (από την οποία υπέφερε και η μητέρα της) είχε κατορθώσει να παραμείνει ζωντανή όσο περισσότερο μπόρεσε χάρη στον μαγικό κόσμο των περιπετειών-φωτογραφιών της. Πριν από κάποια χρόνια η ζωή της μεταφέρθηκε στο σινεμά, με το φιλμ Fur και τη Νικόλ Κίντμαν ως Άρμπους - δε το συνιστώ όμως καθόλου, δεν αποτυπώνει καθόλου καλά τη ζωή της, αλλά μια ανύπαρκτη μικρή περίοδο με ένα τελείως επινοημένο love story. (Γιατί έκαναν ταινία για τη ζωή της ενώ δεν ήθελαν να δείξουν καν τη ζωή της ποτέ δεν το κατάλαβα.) 

 *Ένα χρόνο πριν την αυτοκτονία της, η Άρμπους τράβηξε τις πιο δυνατές φωτογραφίες της, σε ένα αμερικανικό ψυχιατρικό ίδρυμα που δεν κατονομάζεται. Άνθρωποι όλων των ηλικιών με διανοητική καθυστέρηση παίρνουν μέρος σε μια αλλόκοτη υπαίθρια γιορτή στον κήπο. Φορούν αποκριάτικες μάσκες, τρέχουν, παίζουν ελεύθεροι όπως τα παιδιά. Πενήντα αποσβολωτικές εικόνες, γεμάτες λυρισμό, κίνηση, τρυφερότητα.

 Ένας φωτορεπόρτερ θα εστίαζε στη μιζέρια της ζωής των ασθενών, στη θλίψη της ματιάς τους ή στην καθημερινή ρουτίνα στα «κελιά» τους. Η Άρμπους εστίασε σε αυτό που εστίαζε πάντα: στη χαρά της ζωής και στην κρυφή αλλά αμέριμνη διασκέδαση...  

Η Άρμπους εκτιμούσε γνήσια τα μοντέλα της. Είχε κάποτε γράψει: "Όλοι μας ζούμε τη ζωή με το φόβο πως σε κάποια στιγμή θα μας συμβεί κάποια τραυματική εμπειρία. Τα freaks γεννιούνται με αυτό το τραύμα. Περάσαν ήδη τη δοκιμασία της ζωής. Είναι αριστοκράτες."

Πηγή: lifo.gr


 

 

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια