Πόσο πρέπει να ανησυχούμε για το ενδεχόμενο λήψης αντικαταθλιπτικών ή αγχολυτικών φαρμάκων; Είναι πράγματι επικίνδυνα ψυχοφάρμακα; Ηρθε η ώρα να ξεδιαλύνουμε τους μύθους που ακολουθούν αυτά τα χάπια εδώ και χρόνια
Διαβάζοντας το θέμα αυτού του άρθρου πολλοί θα σκεφτούν: «Μιλάει για τα ψυχοφάρμακα, αυτά τα φοβερά χάπια που καταστρέφουν το μυαλό, σε κάνουν ζόμπι και εθισμένο για όλη σου τη ζωή σαν τα ναρκωτικά. Αυτά τα παίρνουν μόνο οι βαριά ψυχικά άρρωστοι, εμείς οι υπόλοιποι θα πρέπει να τα αποφεύγουμε οπωσδήποτε». Με τέτοιο στίγμα εναντίον τους συχνά είναι δύσκολο να πειστεί κάποιος να πάρει ένα αντικαταθλιπτικό ή αγχολυτικό φάρμακο που μπορεί να είναι μια αποτελεσματική και μερικές φορές σωτήρια για τη ζωή θεραπεία για ψυχικές διαταραχές που βασανίζουν περίπου έναν στους τέσσερις συνανθρώπους μας. Ας δούμε λοιπόν τι πραγματικά ισχύει για αυτά τα φάρμακα και τι είναι μύθος.
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούμε στην Ψυχιατρική σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να μπουν κάτω από την ίδια ομπρέλα ως «ψυχοφάρμακα» γιατί ανήκουν σε πολύ διαφορετικές κατηγορίες με τελείως διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης στον εγκέφαλο, διαφορετικές κλινικές ενδείξεις και αντενδείξεις και διαφορετικό προφίλ ανεπιθύμητων ενεργειών. Η μελέτη τους αποτελεί το αντικείμενο μιας ξεχωριστής ειδικότητας μέσα στην Ψυχιατρική που ονομάζεται Νευροφαρμακολογία – Ψυχοφαρμακολογία.
Τα αντικαταθλιπτικά
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, πρώτα για τα αντικαταθλιπτικά που ανακαλύφθηκαν τη δεκαετία 1950-1960 και σήμερα συνταγογραφούνται σε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Τα φάρμακα αυτά αποτελούν πρώτης γραμμής θεραπεία για την κατάθλιψη και από αυτό πήραν και το όνομά τους, αλλά δίνονται και σε άλλες ψυχικές διαταραχές. Παρόλο που έχουν κοινό όνομα, τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα είναι διαφορετικά ως προς τον μηχανισμό δράσης στα διάφορα συστήματα του εγκεφάλου και έτσι χωρίζονται σε υποκατηγορίες (π.χ. τρικυκλικά, εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης). Κάθε υποκατηγορία έχει διαφορετικά φάρμακα (μόρια) και κάθε φάρμακο έχει συγκεκριμένο φαρμακολογικό προφίλ δράσης και προφίλ ανεπιθύμητων ενεργειών. Οπως είναι κατανοητό, η επιλογή ενός αντικαταθλιπτικού ανάμεσα στις διαφορετικές κατηγορίες και τα διαφορετικά φάρμακα κάθε κατηγορίας είναι αποτέλεσμα γνώσης και εμπειρίας που έχει ο ειδικός κλινικός ιατρός.
«Τα αντικαταθλιπτικά είναι χάπια της χαράς»
Τα φάρμακα αυτά δεν προκαλούν ευφορία μετά τη λήψη τους, όπως οι ουσίες που χρησιμοποιούν οι χρήστες ναρκωτικών. Αντίθετα, για να δράσουν χρειάζονται ένα διάστημα αρκετών εβδομάδων (συνήθως 4-6) με σταδιακή βελτίωση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης. Αυτή η καθυστέρηση είναι και ο βασικός λόγος που δεν είναι αποτελεσματική η θεραπεία, γιατί πολλές φορές ο ασθενής δεν αντέχει να περιμένει να αρχίσει η δράση και σταματά τη θεραπεία.
«Είναι εθιστικά και δεν μπορείς να τα κόψεις αν τα αρχίσεις»
Τα αντικαταθλιπτικά δεν προκαλούν εθισμό αφού δεν έχουν άμεσο ευφορικό αποτέλεσμα. Η διακοπή τους, όπως και η έναρξή τους, πρέπει να γίνεται σταδιακά για να αποφεύγουμε τις ανεπιθύμητες ενέργειες. Η αντικαταθλιπτική θεραπεία πρέπει να συνεχίζεται για ένα διάστημα μηνών, αφού έχουν περάσει τα συμπτώματα γιατί υπάρχει ο κίνδυνος υποτροπής της νόσου. Το γεγονός ότι σε μερικούς ασθενείς τα αντικαταθλιπτικά δίνονται χρονίως δεν οφείλεται στο ότι τα φάρμακα δεν μπορούν να διακοπούν, αλλά στο γεγονός ότι όταν διακόπτονται η νόσος επιστρέφει.
«Σε κάνουν ζόμπι, καταστρέφουν το μυαλό»
Τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά φάρμακα δεν προκαλούν καταστολή και δεν επηρεάζουν τις πνευματικές λειτουργίες. Αν κάποια έχουν μια κατασταλτική δράση, αυτή είναι συνήθως παροδική τις πρώτες ημέρες έναρξης της αγωγής. Γενικά δεν προκαλούν ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίες εμφανίζονται επίσης συνήθως τις πρώτες ημέρες έναρξης της θεραπείας. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που θα εμφανίσουν παρατεταμένες ανεπιθύμητες ενέργειες, οπότε ο γιατρός πρέπει να αλλάξει το φάρμακο. Οι πιο συχνές είναι γαστρεντερικές (π.χ. διάρροια, δυσκοιλιότητα), ανησυχία ή κεφαλαλγία και σεξουαλική δυσλειτουργία. Επίσης, επειδή ανοίγουν την όρεξη, μπορεί να προκαλέσουν αύξηση βάρους. Με τη διακοπή του φαρμάκου οι ανεπιθύμητες ενέργειες παύουν. Τα σύγχρονα αντικαταθλιπτικά δεν έχουν επικίνδυνες ανεπιθύμητες ενέργειες και είναι εξαιρετικά ασφαλή φάρμακα ακόμα κι αν λάβει κάποιος υπερβολική δόση.
«Δεν κάνουν τίποτα στην κατάθλιψη»
Τα αντικαταθλιπτικά είναι αποτελεσματικά σε μεγάλο ποσοστό ασθενών με κατάθλιψη και είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά στη βαριά κατάθλιψη όπου ο κίνδυνος της αυτοκτονίας είναι μεγάλος. Δυστυχώς, παρόλη την αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια στη χρήση τους, παραμένει ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών, ιδιαίτερα αυτών με χρόνιες συναισθηματικές διαταραχές, όπου τα αντικαταθλιπτικά δεν είναι αποτελεσματικά. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να βοηθήσουν άλλες μορφές θεραπείας όπως η ψυχοθεραπεία. Σε δύσκολες περιπτώσεις με ανθεκτικότητα έχει δοκιμαστεί με μεγάλη αποτελεσματικότητα η σύγχρονη μορφή ηλεκτροσπασμοθεραπείας.
Τα αγχολυτικά
Τα αγχολυτικά φάρμακα ήταν γνωστά στην Ψυχιατρική από τις αρχές του 20ού αιώνα. Πρόκειται για πολλές κατηγορίες φαρμάκων με διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης και κοινό θεραπευτικό αποτέλεσμα που είναι η αντιμετώπιση του παθολογικού άγχους και της αϋπνίας. Το παθολογικό άγχος είναι κυρίαρχο σύμπτωμα στις αγχώδεις διαταραχές (όπως η διαταραχή πανικού και η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή) αλλά είναι συχνό και σε άλλες ψυχικές διαταραχές (όπως η κατάθλιψη). Η δε αϋπνία είναι από τα πιο βασανιστικά συμπτώματα σε πλήθος ψυχικών διαταραχών και αποτελεί και από μόνη της διαταραχή. Η πιο γνωστή κατηγορία αγχολυτικών είναι οι βενζοδιαζεπίνες, που ανακαλύφθηκαν τη δεκαετία 1950-1960. Και εδώ έχουμε διαφορετικά φάρμακα (μόρια), το καθένα με το δικό του φαρμακολογικό προφίλ δράσης και ανεπιθύμητων ενεργειών.
Οι βενζοδιαζεπίνες έχουν επίσης δαιμονοποιηθεί και πολλοί τις θεωρούν «ναρκωτικά». Η πραγματικότητα είναι ότι τα φάρμακα αυτά είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά στη μείωση του παθολογικού άγχους που επιτυγχάνεται μέσα σε μισή ώρα από τη λήψη τους. Επίσης, μερικά από αυτά έχουν υπνωτική δράση, που επίσης επιτυγχάνεται σε λίγη ώρα από τη λήψη τους. Με την πάροδο όμως του χρόνου πολλοί ασθενείς αποκτούν ανοχή στη δράση των φαρμάκων αυτών και χρειάζονται μεγαλύτερες δόσεις και πιο συχνή λήψη για να κρατήσουν το αποτέλεσμα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κατάχρησή τους. Αν όμως χρησιμοποιηθούν με τον σωστό τρόπο, με οδηγίες από τον ειδικό, μπορούν να προσφέρουν εξαιρετικά θεραπευτικά αποτελέσματα χωρίς τον κίνδυνο κατάχρησης. Επίσης, είναι πολύ ασφαλή στη χορήγηση, με ελάχιστες ανεπιθύμητες ενέργειες.
*Ο Νικόλαος Σμυρνής είναι Καθηγητής Ψυχιατρικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιατρική Σχολή, Β’ Ψυχιατρική Κλινική, ΠΓΝ «Αττικόν»
Πηγή: https://www.ygeiamou.gr/
0 Σχόλια