Υπάρχουν λοιπόν κανόνες στην ανάγνωση; Όχι, δεν υπάρχουν, βάλαμε επίτηδες έναν προκλητικό, ψιλο-clickbait τίτλο στο σημείωμά μας. Δεν υπάρχει κανείς κανόνας απολύτως. Κανείς μπορεί να διαβάζει ό,τι θέλει, όσο θέλει, όπου και όπως και όποτε θέλει. Αρκεί να διαβάζει.
Εκείνοι όμως που βάζουν κανόνες ανάγνωσης είναι οι καθ’ έξιν αναγνώστες: οι σκληροπυρηνικοί. Δεν είναι πολλοί συνήθως, και γενικώς μοιάζουν μεταξύ τους: πολλοί σκληροπυρηνικοί αναγνώστες όπου γης μοιράζονται τους ίδιους κανόνες. Γι’ αυτό κι εμείς θα τους ομαδοποιήσουμε αμέσως παρακάτω.
Ένας σκληροπυρηνικός αναγνώστης λοιπόν…
…διαβάζει κάθε μέρα. Ακόμη και αν το ίδιο πρωί έχει δεχτεί επίθεση από λευκό καρχαρία, και πάλι θα διαβάσει λίγο πριν ή μετά το χειρουργείο. Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις εδώ, δεν υπάρχουν ημίμετρα, δεν υπάρχουν λευκοί καρχαρίες. Μία μέρα χωρίς το βιβλίο σου είναι μια χαμένη μέρα — μια ήττα. Ένας σκληροπυρηνικός αναγνώστης πονάει κατάκαρδα αν ηττηθεί. Πονάει πολύ περισσότερο από ό,τι εκείνη η δαγκωνιά στη γάμπα, εκείνη η γρατζουνιά από τον καρχαρία.
…έχει πάντα ένα βιβλίο μαζί του, στην τσέπη, στην τσάντα, στο αμάξι, στο κινητό, στο τάμπλετ — κάπου. Δεν είναι λογικό να βγαίνεις από το σπίτι σου χωρίς ένα βιβλίο, ακόμη κι αν το σπίτι σου έχει πιάσει φωτιά. Κανείς δεν το συγχωρεί αυτό, και κανείς δεν πρόκειται να σας δικαιολογήσει. Ούτε ο Θεός. Δεν υπάρχει ΚΑΝΕΙΣ άλλος τρόπος για να διαβάσει κανείς περισσότερο, ή για να βρεθεί κοντά στο Θαύμα. Αν, βέβαια, πάτε για καφέ στο καφενείο, μην παίρνετε ένα βιβλίο μαζί σας, αλλά πολλά.
…διαβάζει ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κάθε μέρα: μία ώρα, δύο ώρες, τρεις ή δέκα, δεν έχει σημασία. Όσες. Είναι βαρύς κανόνας αυτός, απαράβατος, και δεν τίθεται προς συζήτηση. «Τι; Πρέπει να στείλω σήμερα τη φορολογική μου δήλωση, άρα δεν θα διαβάσω τις ώρες μου; Είσαι σίγουρος; Hold my beer». Ο άνθρωπος ζει με διάφορες προφάσεις, αλλά η ανάγνωση βιβλίων δεν είναι μία από δαύτες. Η ανάγνωση είναι προορισμός, και κατάληξη.
…διαβάζει τουλάχιστον Χ σελίδες την ημέρα. (Όπου Χ = 30, ή 40, ή 100, δεν έχει σημασία· ό,τι κρίνει ο καθείς). Ανεξάρτητα από το αν έχει αυτή ή την άλλη συγκεκριμένη ημέρα τον απαραίτητο χρόνο για να διαβάσει (π.χ., μπορεί να γίνεται πόλεμος στη χώρα του), το μίνιμουμ αυτό σελίδων θα το διαβάσει, που να χτυπάει τον απαυτό του κάτω ο Χάρος. Ακόμη και την τελευταία του μέρα στη γη, θα τις διαβάσει αυτές τις 30, ή 40, ή 100 σελίδες. Αυτόν τον μίνιμουμ στόχο. Και μόνο τότε θα υψώσει τους δύο μέσους προς τον ουρανό.
…έχει μία αγαπημένη ώρα μέσα στην ημέρα που αφιερώνει στο διάβασμα. Ναι, δεν είναι «ώρα», είναι «ώρες». Και για άλλους είναι πρωινές, για άλλους βραδινές, για άλλους οι ώρες της σχόλης. Ο καθένας μας ξέρει πότε περνάει καλύτερα διαβάζοντας, και πότε είναι πιο αποδοτικός. Ο σκληροπυρηνικός αναγνώστης, φυσικά, δεν θα διαβάσει μόνο τότε, αλλά τότε είναι που θα βγάλει περισσότερο κείμενο. Και τότε είναι που θα το απολαύσει περισσότερο.
…έχει ένα αγαπημένο μέρος που διαβάζει. Μπορεί να είναι απλώς μια πολυθρόνα, ένας καναπές, ή το γραφείο του, ή η κουζίνα, ή το μπαλκόνι — ή η μπανιέρα. Μπορεί να είναι οτιδήποτε, αρκεί να έχει καλό, γλυκύ φωτισμό και ησυχία. (Και βέβαια όχι μουσικές και τέτοια, που καταναλώνουν μεγάλο μέρος των πόρων σου χωρίς να το καταλάβεις). Μπορεί να είναι βέβαια και ένα καφέ, αλλά αυτό απαιτεί τρομερή εξάσκηση, δεν το προτείνουμε. Τα βιβλία μας στα καφέ είναι ό,τι και οι εφημερίδες για τους κατασκόπους. Βιτρίνα.
…δεν αφήνει ποτέ τη στοίβα με τα αδιάβαστα να κονταίνει, να φυραίνει, να χάνει το λίπος της. Δεν υπάρχει χειρότερο θέαμα από αυτό. Αντιθέτως, το φυσιολογικό και όμορφο είναι οι στοίβες να είναι περισσότερες από μία, εμφανείς, και σε πολλά σημεία του σπιτιού. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το Ιδανικό είναι να έχουμε πάντα περισσότερα αδιάβαστα βιβλία στο σπίτι μας από όσα έχουμε διαβάσει. Είναι ένας άπιαστος στόχος φυσικά, αλλά ευγενικός. Πιο πιασούμενος είναι αυτός που θέλει να αγοράζουμε δύο βιβλία για κάθε ένα που διαβάζουμε.
…μολονότι έχει ένα αγαπημένο είδος, μια ειδική κατηγορία βιβλίων που τα προτιμά πάνω από όλα τα άλλα, αγαπά ακόμη περισσότερο να νοστιμεύει τη μονοκαλλιέργειά του με αλλότρια κείμενα, και ξέρει πολύ καλά πως είναι γελοίο να σνομπάρει μια κατηγορία ή ένα είδος βιβλίων, πόσο δε μάλλον «όλες» τις άλλες. Έτσι, αν διαβάζει μόνο σούπερ σοβαρή λογοτεχνία, ή φιλοσοφία, ή ποίηση, ή στρατιωτική ιστορία, ή βίους αγίων, θα αρτύνει τη ζωή του με μερικά μυθιστορήματα τσέπης μια στο τόσο· αν είναι ρέκτης της genre πεζογραφίας, θα κάνει από μια παραχώρηση στη λογοτεχνική πεζογραφία πού και πού. Αλλιώς η ζωή είναι άχαρη, ψεύτικη και μισερή.
…σέβεται τη δουλειά των συγγραφέων, των εκδοτών, των βιβλιοπωλών. Με τη λάτρα, έχει μάθει τι σημαίνει να γράφεις, να εκδίδεις και να πουλάς βιβλία, και το έχει καταλάβει με τα ίδια του τα σπλάχνα. Ωρίμασε πλέον, και ξέρει ότι είναι αφελές, ότι είναι μανταμσουσουδισμός, να ειρωνεύεσαι, να σνομπάρεις και να χασκογελάς με τούτο ή με κείνο το είδος ή τον συγγραφέα, ή ακόμα και με τα βατραχοπέδιλα και τις κασετίνες που πουλάνε τα βιβλιοχαρτοπωλεία. Ξέρει ότι όλα είναι μέρος ενός Όλου. Και πως και ο ίδιος ανήκει εδώ, και καλά θα κάνει να κάτσει σε μια γωνίτσα σεμνά και ήσυχα: γιατί εδώ διαβάζουμε.
…διαβάζει πολλά βιβλία ταυτόχρονα και παράλληλα: άλλο το πρωί, άλλο το βράδυ, άλλο σήμερα, άλλο αύριο, άλλο στο τρόλεϊ, άλλο στα φανάρια, άλλο στην ουρά του ταμείου στα τυριά τού σούπερ — άλλο, άλλο, άλλο. Είναι κάπως παράλογο να διαβάζεις μόνο ένα βιβλίο τη φορά, μονοκοπανιά, εκτός πάλι κι αν είναι εξαιρετικά μικρό και βγει σε μία καθισιά, σε μια αναγνωστική συνεδρία. (Ή αν είναι Στίβεν Κινγκ). Αλλιώς, η ποικιλία είναι πηγή ανεξάντλητης ηδονής. Στα τραπέζια δεν καθόμαστε να φάμε μια μπριζόλα, καθόμαστε να γευματίσουμε. Και κανείς γευματίζει με μια ποικιλία γεύσεων — και φυσικά συνοδεύει το φαΐ του με ένα ποτήρι κρασί.
…παρατάει στη μέση, ή στην αρχή, όποιο βιβλίο δεν του αρέσει. Όχι στην τύχη: ο σκληροπυρηνικός αναγνώστης έχει εκπαιδευτεί να καταλαβαίνει πολύ γρήγορα (ή τέλος πάντων με σιγουριά λιθοξόου) αν αυτό το βιβλίο είναι του γούστου του ή όχι, ή ακόμα-ακόμα αν είναι «καλό» ή όχι. Έχει πολλά νταν σ’ αυτή τη δεξιότητα, σ’ αυτή την τέχνη. Και θυμάται πάντα πως στόχος του ανθρώπου είναι να βγάλει όσο πιο πολλούς τίτλους μπορεί. Η ζωή είναι σύντομη για να αποφεύγεις το DNF. (Κάποιοι μιλούν για τον Χρυσό Κανόνα των 50 Σελίδων. Δεν κάνει, λέει, να τα παρατάμε πριν τις πενήντα σελίδες. Άλλοι, πάλι, γελούν με τον κανόνα).
…θα αποκτήσει και θα διαβάσει όλα τα βιβλία ενός συγγραφέα που δεν ήξερε, μα που σήμερα τελείωσε ένα βιβλίο του και του άρεσε πολύ. Θα μάθει γι’ αυτόν, θα τον σπουδάσει, θα εντρυφήσει στο βιογραφικό του, θα τον γκουγκλάρει και θα μάθει το μικρό όνομα του ατζέντη του, το ζωάκι του συντρόφου του, τα πάθη του, τις επιρροές του και τις αμαρτίες του. Θα γίνει stalker. Κανείς συγγραφέας που μας αρέσει δεν είναι απολύτως ασφαλής, εάν είναι εν ζωή.
…θα επανέλθει σε βιβλία που δεν του άρεσαν παλιά, γιατί ξέρει πως τώρα είναι ένας άλλος. Δεν αγαπάμε τα ίδια βιβλία σε κάθε αναγνωστική μας ηλικία. Τα βιβλία δεν αλλάζουν, αλλά αλλάζουμε εμείς. Υπάρχουν τόσες Άννες Καρένινα όσοι και εαυτοί μας. Αυτό δεν έρχεται σε σύγκρουση με τον κανόνα που θέλει να βγάλουμε όσο πιο πολλούς τίτλους μπορούμε στη μικρούλα μας ζωή, γιατί —ξαναλέμε— δεν είναι απαραίτητο να είναι μόνο οι τίτλοι διαφορετικοί: μπορεί να είμαστε εμείς οι διαφορετικοί. Η επανάληψη στα βιβλία, όταν έχει παρέλθει ένα ικανό διάστημα, δεν είναι επανάληψη.
…ξέρει πως έχει κάθε δικαίωμα να διαβάζει «χιαστί» κάποιες σελίδες, ή και όλες, να πηδάει παραγράφους, να διαβάζει μόνο διαλόγους ή να αποφεύγει τους διαλόγους, να πιάνει μόνο τα «συμπεράσματα» στο τέλος κάποιων κεφαλαίων, αντί να τρώει τα νιάτα του σε ένα ακόμη τούβλο που διαβάζει απλώς επειδή πρέπει, ή που ξέρει πως δεν θα του δώσει κάποια άλλη χαρά πέραν της αποκεκαλυμμένης πλοκής του. Δεν μας πιάνουν τύψεις επειδή ένα βιβλίο, ή πολλά, τα διαβάσαμε επιτροχάδην. Μια χαρά είναι. It’s okay. Δεν υπάρχουν ιερά βιβλία. Υπάρχει όμως ιερός χρόνος.
…υπογραμμίζει, τονίζει, τσακίζει σελίδες, κρατά σημειώσεις, έχει πάντα ένα μολύβι από κοντά γιατί αλλιώς δεν αξίζει ούτε η ζωή ούτε το διάβασμα, ούτε τίποτε — ή και περισσότερα από ένα μολύβια. Το βιβλίο γίνεται πραγματικά δικό σου αν του δείξεις ότι το σέβεσαι. Και πώς αλλιώς να το σεβαστείς αν δεν χορέψεις μαζί του; Προφανώς, ο κανόνας αυτός δεν ισχύει για τα μυθιστορήματα ταξιδίου, θα πει κάποιος. Λάθος μέγα: ισχύει κυρίως γι’ αυτά. (Ο πατέρας μου υπογράμμιζε με τρεις ή τέσσερις διαφορετικούς τρόπους, χρησιμοποιώντας την ίδια τσατσάρα: μία από εκείνες τις καφέ, που πουλούσαν στα περίπτερα: έδινε δύο διαφορετικές κυματιστές υπογραμμίσεις, γιατί τα δόντια της ήταν διαφορετικά στα δύο μισά της, συν μία ίσια από την άλλη πλευρά. Και χώρια οι διπλές υπογραμμίσεις φυσικά).
…διαβάζει σε όλα τα μέσα, κατανοεί τη χρησιμότητα και την αναγκαιότητα όλων των μέσων, και όλα τα μέσα τού μυρίζουν εξίσου χαριτωμένα. Δεν σνομπάρει τα e-books και τα audio-books, αλλά αυτούς που σνομπάρουν τα e-books και τα audio-books. Ακόμα περισσότερο: αν πετύχει σε κόμικς, σε podcast, σε οτιδήποτε, ένα ογκώδες βιβλίο που βαριέται να το διαβάσει, ή δεν έχει τον χρόνο ή την όρεξη να το διαβάσει, ορμάει και το διαβάζει σ’ αυτό το (δήθεν) ταπεινό μέσο, ή το ακούει όταν σιδερώνει ή όταν πλένει τα πιάτα ή όταν τρέχει.
…δεν δανείζει ποτέ βιβλία. Είναι σαν να δανείζεις τον σύντροφό σου. Οκέι, αν είστε swinger κάντε το. Εμείς οι άλλοι δεν θα το κάνουμε ποτέ: απαγορεύεται διά ροπάλου, και όχι μόνο επειδή ποτέ κανείς στην καταγεγραμμένη ιστορία δεν επέστρεψε το βιβλίο που δανείστηκε — αλλά γιατί έτσι. Δεν δανείζουμε. ΧΑΡΙΖΟΥΜΕ. Και επίσης: δεν κάνουμε ποτέ άλλου είδους δώρα, είναι κάπως μπας-κλας να χαρίζει κανείς γραβάτες και τσάντες, αρώματα και χαζομαρούλες. Εντάξει, λέμε ένα οκέι στα κρασιά και στις πάστες, αλλά μέχρις εκεί: κάνουμε δώρο αποκλειστικά και μόνο βιβλία.
…ξέρει πως δεν διαβάζουμε για ΕΝΑΝ λόγο, αλλά ότι έχουμε πολλούς λόγους για να διαβάζουμε. Δεν διαβάζουμε μόνο και μόνο για διασκέδαση ή για να αλλάξει η ζωή μας ή για να νιώσουμε πολύ επαναστάτες ή για να μάθουμε αυτό ή εκείνο ή για να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση μας στο σύμπαν ή για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι ή για να λυτρωθούμε ή για να ξεχάσουμε ή για να μας απαντηθούν μεγάλα και σπουδαία και θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματα. Οι λόγοι που διαβάζουμε, και που μας αρέσει ένα βιβλίο ή όχι, είναι άπειροι. (Βασικά διαβάζουμε για να γουστάρουμε, πάντως).
…ξεκινά να διαβάζει από το εξώφυλλο: διαβάζει ό,τι υπάρχει εκεί, το κείμενο οπισθοφύλλου, το βιογραφικό, τους επαίνους ομοτέχνων τού συγγραφέως, ακόμη και το ISBN. Μετά πάει στα πρωτοσέλιδα, στις διαφημίσεις άλλων τίτλων στο τέλος του τόμου, στις Ευχαριστίες, στους Επιλόγους κ.ο.κ. Βλέπει αν το βιβλίο είναι χωρισμένο σε Μέρη, και σε πόσα. Διαβάζει την αφιέρωση, τα μότο και ό,τι άλλο περιστρέφεται δίκην δορυφόρου από το κυρίως κείμενο. Και μόνο τότε ξεκινά να διαβάζει.
…από ένα σημείο και μετά, διαβάζει αποκλειστικά και μόνο αυτά που προτιμά, αυτά που του αρέσουν, αυτά που τον ευχαριστούν. Για τα άλλα, ΟΛΑ τα άλλα, δεν υπάρχει πια χρόνος, ούτε όρεξη. Η ανάγνωση πρέπει να είναι απόλαυση. Γιατί η ζωή είναι ζόρικη, και η κλεψύδρα αδειάζει.
Και το απαραίτητο ΣΥΝ ΕΝΑ:
1. διαβάζει.
That’s all, folks!
Πηγή: lifo.gr
0 Σχόλια