Η θεωρία δεσμού παρέχει ένα πλαίσιο για την κατανόηση σημαντικών πτυχών της διαπροσωπικής λειτουργίας στα παιδιά και στους ενήλικες και τα τελευταία χρόνια έχει βρει πρόσφορο πεδίο στον χώρο της ψυχοθεραπείας. Αυτό το κεφάλαιο περιγράφει τη θεωρία δεσμού και τις εφαρμογές της στην ψυχοθεραπεία.
Πιο συγκεκριμένα, μελέτες έχουν συνδέσει τους τύπους δεσμού με τις διαφορές στη συμπεριφορά κατά τη θεραπεία τόσο των θεραπευομένων όσο και των θεραπευτών, τις διαφορές στην ποιότητα και την ανάπτυξη της θεραπευτικής συμμαχίας, καθώς και στα θεραπευτικά αποτελέσματα.
Η θεωρία δεσμού του John Bowlby
Στο βιβλίο του «Σε μια ασφαλή βάση», ο Bowlby (1988) σημειώνει ότι: «Παρέχοντας ο θεραπευτής στον θεραπευόμενό/ή του μια ασφαλή βάση από την οποία να διερευνήσει και να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του/της, ο ρόλος του είναι ανάλογος με εκείνον μιας μητέρας που παρέχει στο παιδί της μια ασφαλή βάση από την οποία θα εξερευνήσει τον κόσμο».
Η θεωρία δεσμού του John Bowlby (1969, 1973, 1980) αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές θεωρίες της ανάπτυξης που εξελίχθηκε από συνδυασμούς ποικίλων επιστημονικών κλάδων, συμπεριλαμβανομένης της ψυχανάλυσης, της ηθολογίας, της εξέλιξης και της γνωστικής ψυχολογίας.
Έχει ενσωματώσει αρχές από καθεμία από αυτές τις περιοχές για να εξηγήσει το συναισθηματικό δέσιμο μεταξύ των βρεφών και των φροντιστών τους και των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων των πρώιμων εμπειριών προσκόλλησης στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, τη διαπροσωπική λειτουργία και την ψυχοπαθολογία (π.χ. Ainsworth, Blehar, Waters & Wall, 1978). Ο Bowlby θεώρησε ότι οι τύποι δεσμού υπάρχουν σε όλη τη ζωή ενός ατόμου σε ευρεία ποικιλία σχέσεων, συμπεριλαμβανομένης της θεραπευτικής σχέσης (Farber, Lippert & Nevas, 1995).
Η θεωρία δεσμού συνδυάζει με δημιουργικό τρόπο στοιχεία από βιολογικές και γνωστικές θεωρίες. Από τον χώρο των βιολογικών επιστημών, ο Bowlby χρησιμοποίησε την κεντρική έννοια του δεσμού (Attachment) και από τον χώρο των γνωστικών επιστημών την έννοια των ενεργών μοντέλων δεσμού (Attachment Working Models), (Καφέτσιος, 2008).
Η θεωρία προσκόλλησης του John Bowlby (1969, 1973, 1980) πρεσβεύει ότι η συμπεριφορά προσκόλλησης ή δεσμού κατά τη βρεφική ηλικία (π.χ. κλάμα, χαμόγελο, οπτική παρακολούθηση των γονέων/τροφών και εκδήλωση προτίμησης για μερικούς γονείς/τροφούς) αποτελεί μέρος ενός λειτουργικού βιολογικού συστήματος που αυξάνει την πιθανότητα προστασίας από πιθανούς κινδύνους για το παιδί. Θεωρούσε ότι ο άνθρωπος περιέχει ένα γενετικά προκαθορισμένο σύστημα δεσμού που οδηγεί το βρέφος να δημιουργεί δεσμό με άτομα που νιώθει ότι του παρέχουν φροντίδα.
Σύμφωνα με τους DaviΙa & Levy (2006), κεντρική στη θεωρία του δεσμού είναι η έννοια ότι τα παιδιά θα αισθάνονται ασφαλή στη σχέση τους με τον γονέα/τροφό όταν αυτός τους δίνει μια συστηματική, σταθερή και ευαίσθητη φροντίδα.
Όταν συμβεί αυτό, τα παιδιά μαθαίνουν ότι αυτό το πρόσωπο μπορεί να αποτελέσει μια ασφαλή βάση σε περίπτωση που το χρειαστεί σε μια ανάγκη. Επίσης, αναφέρει ότι όταν υπάρχει έλλειψη μιας συστηματικής συνεπούς, ευαίσθητης φροντίδας τα παιδιά θα αισθάνονται ανασφαλή στη σχέση τους με τον γονέα/τροφό και, συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελεί για αυτά μια ασφαλή βάση.
Τα ενεργά μοντέλα δεσμού
Στη βρεφική και πρώιμη παιδική ηλικία, ο τρόπος που το παιδί αλληλεπιδρά με τους γονείς, και ιδιαιτέρως η ικανοποίηση ή μη των βασικών αναγκών του παιδιού από το γονέα/τροφό, οδηγεί στη δημιουργία προσδοκιών από το βρέφος για τον εαυτό και τους άλλους, αλλά και γενικά για τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Αυτά είναι τα ενεργά μοντέλα δεσμού (ΕΜΔ), μία υποθετική έννοια με γνωστικά και συναισθηματικά στοιχεία που προσδιορίζουν τις προσδοκίες, τις εκτιμήσεις και τα συναισθήματα του ατόμου για το πώς πρόκειται να συμπεριφερθούν οι άλλοι στις διαπροσωπικές σχέσεις δηλαδή, διαμορφώνει την εικόνα του νηπίου για τον κόσμο, τον εαυτό και τους άλλους. Ο κύκλος της αλληλεπίδρασης γονέων/τροφών και παιδιού επαναλαμβάνεται αρκετές φορές στη ζωή ενός παιδιού και προσδιορίζει πόσο οικείος είναι ο γονέας και αν η γενικότερη επικοινωνία δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας. Με αυτό τον τρόπο, το παιδί μαθαίνει να είναι σε επαφή με τον εαυτό του και τους άλλους και να ελέγχει ανάλογα τα συναισθήματά του.
Ένας ασφαλής γονέας που ανταποκρίνεται με φροντίδα στο βρέφος και στις συμπεριφορές δεσμού που εμφανίζει τότε το παιδί, αναπτύσσει αντίστοιχα ένα ασφαλές ΕΜΔ για τον εαυτό και τους άλλους, και έτσι μαθαίνει να είναι σε επαφή με τον εαυτό του και τους άλλους και να μπορεί να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του. Αποτελεί μια δυναμική διεργασία όπου πληροφορίες από το περιβάλλον και τον οργανισμό, σχετικές με τις εμπειρίες δεσμού, επιλέγονται, δέχονται επεξεργασία και αναπαριστώνται στη μνήμη.
Ο Bowlby (1973) θεωρούσε ότι αν η ικανοποίηση των βασικών αναγκών για κάποιο λόγο ματαιωθεί ή γίνει με διαστρεβλωμένο τρόπο, τα παιδιά θα δυσκολευτούν αρκετά στο να συνάψουν λειτουργικές διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά και να συγκροτήσουν μια αυτόνομη εικόνα του εαυτού, κατάσταση που μπορεί να συνδεθεί και να οδηγήσει σε ψυχοπαθολογικές καταστάσεις.
Είναι ιδιαίτερης σημασία η θεωρία των ΕΜΔ, αφού, αναπτυξιακά, η σχέση με τους γονείς/τροφούς κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής έχει επιδράσεις στην ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη σε όλα τα στάδια της εξέλιξης του ατόμου (Parkes, Hinde & Marris, 1991).
Οι 4 τύποι δεσμού
Δημιουργήθηκαν τέσσερις βασικοί τύποι δεσμού, που είναι οι εξής:
- 1ος τύπος: ο ασφαλής (secure attachment)
- 2ος τύπος: ο "αποφευκτικός" (avoidant attachment)
- 3ος τύπος: ο αμφιθυμικός (ambivalent attachment)
- 4ος τύπος: ο αποδιοργανωμένος (disorganized attachment) (Main & Hesse, 1990)
Το έργο του Bowly μέχρι πριν κάποια χρόνια είχε ιδιαίτερη αναγνώριση μόνο στον χώρο της αναπτυξιακής ψυχολογίας, χωρίς να έχει αξιοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους ψυχοθεραπευτές. Αυτό συνέβαινε παρά το γεγονός ότι ο Bowly ήταν ψυχοθεραπευτής και, από την αρχή εννοούσε τον δεσμό και την αντίστοιχη θεωρία ως σχετική όχι μόνο για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την εκδήλωση ψυχοπαθολογίας, αλλά και για την ψυχοθεραπεία ειδικότερα, με εφαρμογές σε ευρεία ποικιλία σχέσεων, συμπεριλαμβανομένης της θεραπευτικής σχέσης (Farber, Lippert & Nevas, 1995).
Τα πέντε βασικά συστατικά για την ψυχοθεραπεία
Αρχικά, σύμφωνα με τις υποθέσεις του ΒοwΙby, έρευνες έχουν συνδέσει την προσκόλληση με διάφορα συμπτώματα και είδη ψυχοπαθολογίας όπως κατάθλιψη, άγχος, διαταραχές λήψης τροφής και διαταραχές προσωπικότητας, ιδιαίτερα της οριακής (Davila, Ramsay, Stroud, 2005, Levy, 2005).
Με βάση τα παραπάνω, ο Bowlby πρότεινε ότι ο κύριος ρόλος του θεραπευτή είναι «να παράσχει στον θεραπευόμενο μια προσωρινή φιγούρα δεσμού» (1975). Θεώρησε ότι αυτό θα παράσχει στον ασθενή μια ασφαλή βάση από την οποία θα εξερευνήσει και τον εαυτό του αλλά και τις σχέσεις του με όλους αυτούς με τους οποίους έχει κάνει ή θα μπορούσε να κάνει έναν συναισθηματικό δεσμό» (1977).
Όπως πολύ αναλυτικά περιγράφει ο Levy (2013) ο Bowlby, μέσα σε αυτό το πνεύμα (1988), διατύπωσε πέντε βασικά συστατικά για την ψυχοθεραπεία:
(α) Δημιουργία μιας ασφαλούς βάσης, η οποία θα οδηγήσει τους θεραπευομένους στο να νιώσουν ένα εσωτερικό αίσθημα εμπιστοσύνης, φροντίδας και υποστήριξης, που θα τους επιτρέψει να διερευνήσουν ενδελεχώς και με ασφάλεια τον εσωτερικό τους κόσμο, ακόμη και τις πτυχές που είναι δύσκολο ή επώδυνο να εξεταστούν. Αυτό σε όλα τα ψυχοθεραπευτικά μοντέλα σχετίζεται με την καλή θεραπευτική σχέση, που θεωρείται βασικό συστατικό της θεραπείας.
(β) Εξερεύνηση παλαιότερων εμπειριών δεσμού, κάτι που βοηθά τους θεραπευομένους να επεξεργαστούν και να συζητήσουν σχέσεις του παρελθόντος αλλά και του παρόντος, ιδιαίτερα σε συνάρτηση με προσδοκίες, συναισθήματα και συμπεριφορές σε αυτό το πλαίσιο. Αυτό, στα σύγχρονα θεραπευτικά μοντέλα, σχετίζεται με το να αποκτά το άτομο αυτογνωσία, αλλά και να έχει θετικές προσδοκίες τόσο από τον εαυτό όσο και από τους άλλους.
(γ) Διερεύνηση της θεραπευτικής σχέσης μεταξύ θεραπευτή και θεραπευομένου και του πώς μπορεί ο θεραπευόμενος να δημιουργεί σχέσεις ή να αποκτά εμπειρίες εκτός της θεραπείας. Αυτό, σε όλα τα θεραπευτικά μοντέλα είναι σημαντικό, και, μέσω επανορθωτικών εμπειριών στη θεραπεία, το άτομο αρχίζει να εξερευνά και να αποκτά νέες εικόνες και βιώματα
(δ) Σύνδεση των προηγούμενων εμπειριών με τις υπάρχουσες, που συνεπάγεται την ενθάρρυνση της συνειδητοποίησης του τρόπου με τον οποίο μπορεί να σχετίζονται οι τωρινές εμπειρίες στις σχέσεις με τις προηγούμενες. Αυτό αποτελεί κοινό στόχο σε όλες τις θεραπείες.
(ε) Αναθεώρηση των εσωτερικών μοντέλων δεσμού, η οποία συνίσταται στο να δουν οι θεραπευόμενοι πώς αισθάνονται, σκέφτονται και ενεργούν στο «εδώ και τώρα», και να ενεργούν με νέους τρόπους, εντελώς διαφοροποιημένους από το πώς αισθάνθηκαν, σκέφτηκαν και συμπεριφέρθηκαν στις προηγούμενες σχέσεις. Αυτό βοηθά τους θεραπευομένους να έρθουν σε επαφή με την πραγματικότητα.
Τέλος, ο Levy (2013) προτείνει ένα έκτο βασικό συστατικό για την ψυχοθεραπεία, το να παρέχει ένα ασφαλές καταφύγιο, ένα μέρος όπου ο θεραπευόμενος μπορεί να «πάει» ή να «οραματίζεται» σε περιόδους δυσφορίας.
Επομένως, τα ενεργά μοντέλα δεσμού ή τα πρότυπα που παρατηρούνται στους θεραπευομένους μπορούν να επηρεάσουν τη θεραπευτική διαδικασία.
Ιδιαίτερα η θεωρία δεσμού έχει επιρροές σε διάφορους τομείς στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας.
Δεσμός και Θεραπευτική συμμαχία
Στη βιβλιογραφία μελετάται η επίδραση των τύπων δεσμού στη διαμόρφωση της θεραπευτικής συμμαχίας. Οι Diener & Monroe (2011) βρήκαν ότι ο τύπος δεσμού του θεραπευομένου επηρεάζει τη θεραπευτική συμμαχία. Αν οι θεραπευόμενοι με διαφορετικούς τύπους δεσμού προσεγγίζουν διαφορετικά τις διαπροσωπικές σχέσεις, οι τύποι δεσμού τους αναμένεται να έχουν επίδραση στη θεραπευτική συμμαχία τόσο σε επίπεδο ποιότητας όσο και εξέλιξης με την πάροδο του χρόνου.
Έτσι, οι μελέτες αυτές υποδηλώνουν το γενικό συμπέρασμα ότι οι θεραπευόμενοι με ασφαλείς τύπους δεσμού σχηματίζουν πιο υγιείς θεραπευτικές συμμαχίες από οτυς θεραπευομένους με ανασφαλείς τύπους (Diener, Hilsenroth & Weinberger, 2009)
Η επίδραση των τύπων δεσμού στην ψυχοθεραπεία
Οι πελάτες με ασφαλή τύπο δεσμού μπορεί να αναμένεται να μετέχουν πιο εύκολα σε μια θετική θεραπευτική σχέση με έναν θεραπευτή και θα μπορούσε κανείς να αναμένει ότι οι ασφαλείς πελάτες θα έχουν καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα.
Επίσης, ο ασφαλής τύπος έχει συνδυαστεί με τη διερεύνηση βαθύτερων και σημαντικότερων θεμάτων στην ψυχοθεραπεία, ενώ ο αποφευκτικός τύπος συνδέθηκε με λιγότερη αυτοαποκάλυψη (Romano, Fitzpatrick & Janzen, 2009, Saypol & Farber, 2010). Οι αποφευκτικοί θεραπευόμενοι φαίνεται να είναι πιο πιθανό να συμμετέχουν περισσότερο ενεργά στη θεραπεία όταν οι ανησυχίες τους για την εγγύτητα κατά κάποιον τρόπο συζητούνται (Cassidy & Shaver, 2016). Γενικότερα, σύμφωνα με τους Cassidy & Shaver (2016), οι τύποι δεσμού παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τη θεραπευτική συμμαχία, τον βαθμό συμμετοχής των θεραπευομένων, την πρόθεση των θεραπευομένων να αλλάξουν, τη χρήση θεραπευτικής γλώσσας προσιτής στους θεραπευομένους, τα μοτίβα συνδιαλλαγών και τις παρελθοντικές εμπειρίες.
Επιπλέον, ο τύπος δεσμού του θεραπευομένου μπορεί να επηρεάσει τη σχέση μεταξύ στυλ ή δεξιοτήτων του θεραπευτή και της εφαρμογής συγκεκριμένων τεχνικών. Αυτό σημαίνει ότι τεχνικές που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες με έναν τύπο δεσμού, μπορεί να μην έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με κάποιον άλλο.
Επίσης, στη φάση αξιολόγησης και διαμόρφωσης υπόθεσης, μπορούν να προβλεφθούν πιθανά εμπόδια στη θεραπεία, όπως π.χ. ένας θεραπευόμενος με αμφιθυμικό δεσμό που θα προσπαθήσει να διαχειριστεί το άγχος κλειδώνοντας τα συναισθήματά του, είτε με το να εμφανίσει δυσκολία να εμπιστευτεί τους άλλους είτε να αναπτύξει οικειότητα.
Για παράδειγμα, όπως αναφέρει ο Καφέτσιος (2008) και οι Cassidy & Shaver (2016), οι θεραπευτές καλούνται να ανταποκριθούν με παρεμβάσεις σε επίπεδο γνωσιών σε άτομα με αποφευκτικό δεσμό και με παρεμβάσεις σε επίπεδο συναισθήματος σε άτομα με εμμονικό δεσμό.
Τα τελευταία χρόνια η μελέτη του δεσμού αποτελεί αντικείμενο της ψυχοθεραπευτικής έρευνας, με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό που ονομάζεται «επίπεδο της σχέσης», όπου οι τύποι δεσμού εξετάζονται ως δυναμικές σχεσιακές διαδικασίες και όχι ως μόνιμα χαρακτηριστικά προσωπικότητας (Τalia, Miller-Bottome & Daniel, 2015).
Τελικά, με κάποιον τρόπο, οι ψυχοθεραπείες όλων των ειδών έχουν ως στόχο την αλλαγή των τύπων δεσμού του ατόμου με τα άτομα και τις καταστάσεις, είτε πρόκειται, π.χ., για εστίαση σε δυσλειτουργικές πεποιθήσεις για τον εαυτό στη γνωστική θεραπεία, στα δυσπροσαρμοστικά διαπροσωπικά πρότυπα στην ψυχοδυναμική θεραπεία, ή για αναγνώριση και αλλαγή των δυσλειτουργικών προτύπων σε επίπεδο συναισθήματος στη συγκινησιακά εστιασμένη θεραπεία (Greenberg & Johnson, 1988), είτε πρόκειται για αναδόμηση δομικών γνωστικών και αυτοαναφορικών σχημάτων στο συνθετικό μοντέλο συστημικής θεραπείας (ΣΥΜΟΣΥΘ) (Κατάκη, 1992).
Συνοψίζοντας, η μελλοντική έρευνα θα πρέπει να ασχοληθεί με το πώς όλη αυτή η θεωρία δεσμού θα εφαρμοστεί στην ψυχοθεραπευτική πράξη, οδηγώντας στο να βρεθεί ποια στυλ ψυχοθεραπείας ίσως να ταιριάζουν για διαφορετικούς τύπους δεσμού. Αυτό θα γίνει εφικτό μέσω της ενημέρωσης και εκπαίδευσης των θεραπευτών στους τύπους δεσμού αλλά και της ενασχόλησής τους με τη δική τους, προσωπική ανάπτυξη.
Πηγή: Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο: Σύγχρονες Ψυχοθεραπείες στην Ελλάδα (Πάνος Ασημάκης).
πηγή: https://www.psychology.gr/
0 Σχόλια