Μην είσαι φυσιολογικός. Αντίθετα, τρέξε όσο πιο μακριά μπορείς. Βούτηξε στα νερά της θάλασσας και αφέσου στα κύματα των αλλαγών. Μάθε. Εξερεύνησε. Αμφισβήτησε. Γέλα. Δυνατά. Καρφάκι να μην σου καίγεται αν θα θεωρηθείς τρελός.
Θυμήσου όσους τρελούς γνώρισες. Ήταν πολύ εντάξει τύποι, σωστά; Για την ακρίβεια, σου έμαθαν να ζεις. Δεν τους αφορούσαν οι συμβάσεις, δε συμπαθούσαν τα στερεότυπα. Είχαν μια ευγενική αλητεία στο βλέμμα και μια καρδιά παιδική, που τους επέτρεπε ακόμη να τολμούν. Άνοιγαν την αγκαλιά τους. Διάπλατα. Δίχως προϋποθέσεις.
Δεν τους «χαλούσαν την αισθητική» τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια που φιλιούνταν στην τηλεόραση, δεν απειλούνταν από τους μετανάστες που «τους έκλεβαν την εργασία». Γιατί η δική τους αισθητική ήταν τόσο πιο υψηλή από όσες σκουριασμένες πεποιθήσεις επιχείρησαν να τους φορέσουν καπέλο.
Η δική τους αισθητική ήταν η ανθρωπιά, στην πιο ανόθευτη μορφή της, μια ανθρωπιά που δε γνωρίζει σύνορα και δε φυλακίζεται σε στενά παπούτσια. Και για αυτούς ο ρατσισμός δεν ήταν ποτέ απλώς μια άποψη. Ήταν στίγμα, άγνοια, ενοχή, προδοσία.
Κάθε φορά που διακρίνουμε τους γύρω μας σε φυσικούς και αφύσικους , ομαλούς και ανώμαλους, υποκύπτουμε στα κατώτερα ένστικτά μας, αφηνόμαστε στον τρόμο για το διαφορετικό, το αποκλίνον, το άγνωστο.
Κάθε φορά που γινόμαστε μάρτυρες ρατσιστικών σχολίων και σιωπούμε, βαφτιζόμαστε και εμείς συνένοχοι ενός εγκλήματος εναντίον της ίδιας της ανθρωπότητας. Και αν βολευόμαστε στην ταυτότητα της κανονικότητας που μας προσφέρουν οι «αποδεκτές» επιλογές μας, γιατί άραγε χρειαστήκαμε εξαρχής αυτήν την ασπίδα προστασίας;
Ποια αγωνία υποκρύπτει η προσπάθεια μας να ενταχθούμε στη νόρμα, ποια αίσθηση κατωτερότητας πασχίζουμε να καλύψουμε υπηρετώντας άκριτα ένα σωρό ανούσια κοινωνικά στεγανά; Ας συλλογιστούμε το εξής: Όλους κάποτε μας έκαναν να νιώσουμε κατώτερους των περιστάσεων. Μπορεί να ήταν στην οικογένεια, στο σχολείο, στο γραφείο, στο πάρτι. Ήταν σίγουρα κάπου όμως. Ας θυμηθούμε λίγο πώς αισθανθήκαμε τότε. Και έπειτα ας δημιουργήσουμε από την αρχή τον κόσμο, ας χαλαρώσουμε τις θηλιές που πνίγουν αθώους λαιμούς, μήπως καταφέρουμε να σώσουμε και τον δικό μας.
Και ας ορίσουμε επιτέλους διαφορετικά τη φυσιολογικότητα. Ας μιλήσουμε για εκείνους τους φυσιολογικούς που χαμογελούν χωρίς σπουδαίο λόγο, που πιστεύουν ακόμη στα όνειρα, τόσο δυνατά που κάποτε τα δημιουργούν κιόλας.
Ας μιλήσουμε για όσους φυσιολογικούς μαθαίνουν στα παιδιά τους να αγαπούν τον άνθρωπο, αγωνίζονται για τις ιδέες και λούζονται στο φως της ελπίδας. Και έπειτα ας προσπαθήσουμε λιγάκι να τους μοιάσουμε.
Ας γίνουμε ευτυχισμένοι, Γιατί τότε θα αντιληφτούμε πως η μοναδική κανονικότητα που εξυπηρετεί τη θνητή φύση είναι εκείνη που τρέμουμε περισσότερο, η ελευθερία μας. Ελεύθεροι, αποδεσμευόμαστε από την μίζερη ανάγκη να φοράμε ετικέτες στους γύρω μας καθώς απαλλασσόμαστε και από τη φριχτή τυραννία των δικών μας δεσμών. Άλλωστε, ο ρατσισμός είναι άγνοια αλλά και φόβος. Φόβος για εκείνη την πλευρά του εαυτού μας που κάποτε ένιωσε αλλόκοτη, υποτιμημένη, παρεξηγημένη και περιθωριοποιημένη,
Αν αυτήν ακριβώς την ευάλωτη πλευρά μας την αγκαλιάσουμε, τότε αυτόματα θα πάψουμε να διαχωρίζουμε τους ανθρώπους σε ομάδες. Θα συνειδητοποιήσουμε τότε πως η ομάδα ήταν πάντοτε μια.
Μπροστά μας υπάρχει το ταξίδι της ζωής. Ας μην το βιώσουμε μίζερα. Ας σαλπάρουμε για τον προορισμό, χωρίς να παρασύρουμε στα βάθη του ωκεανού τα υπόλοιπα πλοία. Αλλά αν ποτέ βρεθούμε εμείς σε εκείνα τα βάθη, ας πάρουμε μια βαθιά ανάσα και ας αναδυθούμε ξανά πιο σοφοί στην επιφάνεια. Πλέον θα γνωρίζουμε πως η βύθιση πλοίων ουδέποτε υπήρξε απλώς μια άποψη… Ήταν ανέκαθεν κυρίως ένα φριχτό έγκλημα.
Πηγή: https://enallaktikidrasi.com/
0 Σχόλια