Ο πατέρας για μένα ήταν η απόλυτη ασφάλεια και δύναμη.
Από μικρός τον έβλεπα ελάχιστα, μια μορφή ήρεμη και δυνατή μέσα σ΄ένα μαύρο κοστούμι με κάτασπρο, ατσάκιστο πουκάμισο.
Εμφανιζόταν ελάχιστα και γέμιζε καταλυτικά τη ζωή μας σ΄εκείνες τις οριακές στιγμές που γίνονται οι μεγάλες αλλαγές.
Κυριακές γίνηκαν οι περισσότερες όταν τον βλέπαμε λίγο περισσότερο σπίτι.
Μια Κυριακή πρωί, η πρώτη πεντακάθαρη μνήμη, να λέει γελώντας στη μητέρα μου, «το παιδί μεγάλωσε δώστου να πιεί νερό απ’ το ποτήρι και σταμάτα το μπιμπερό».
Τα πρώτα μαθήματα πάλης στο κρεβάτι του, που τέλειωναν πάντα με ολοκληρωτική νίκη μου και ένα ζεστό φιλί μέσα στη δυνατή αγκαλιά του.
Το τελετουργικό γεύμα της Κυριακής όπου κυριαρχούσε και μόνο με την παρουσία του, που έκανε να υπάρχει μια σιωπηρή γιορτή μαζί με την προσεγμένη συμπεριφορά όλων, που η Γιαγιά, η μητέρα της μάνας μου, πρώτη ξεκίναγε και κείνος για να την τιμήσει πάντα την έβαζε και καθόταν δίπλα του στο μεγάλο τραπέζι, όπου καθόμασταν με επισημότητα και προσμονή, πάντα σε καθορισμένες θέσεις, φορώντας τα καλά μας.
Και μετά θα μ΄έπαιρνε και θα πηγαίναμε στο γήπεδο του Παναθηναικού, στη Λεωφ. Αλεξάνδρας να δούμε τον Παπαμανώλη, τον Λουκανίδη, τον Δομάζο και τους άλλους ήρωες των Κυριακών μας.
Τα βράδια στον Κινηματογράφο και μετά στην Ταβέρνα με τα μπιφτεκάκια στην Λεωφ. Θησέως.
Κυριακή για μας σήμαινε πατέρας.
Τις άλλες μέρες τον βλέπαμε ελάχιστα και μόνο για λίγα λεπτά τα βράδια, που καθόταν στο σαλόνι διαβάζοντας την εφημερίδα του και μεις με τις πυζάμες μας τρέχαμε ν ανεβούμε στα γόνατά του και να χωθούμε μέσα σε κείνη την σίγουρη αγκαλιά.
Σ εκείνα τα λίγα λεπτά μας μάθαινε τα πάντα. Από το πώς να δένουμε τα κορδόνια των παπουτσιών μας, μέχρι το να γράφουμε καλλίτερα, η το πώς να λύνουμε τις ασκήσεις της αριθμητικής εύκολα και με πολλούς τρόπους, και το πώς να απαγγέλουμε τα ποιήματά μας.
Δεν υπήρχε περίπτωση να μας δείξει κάτι ο πατέρας και να μην το μάθουμε η να μην το κάνουμε τέλειο.
Η μάνα, η γιαγιά και οι θειάδες μπορεί να μας πιλάτευαν με τις μέρες, για να κάνουμε η να μάθουμε κάτι αλλά ο μπαμπάς έλυνε με μιάς όλα τα θέματα.
Μια-δυό φορές και η αγία λουρίδα μας είχε μάθει για τα καλά τι σήμαινε σεβασμός και προσοχή.
Κολύμπι στα άπατα, παιχνίδια μέσα στη θάλασσα, βουτιές, αλλά και ποδόσφαιρο και τρέξιμο, ψάρεμα και κυνήγι ήταν πατέρας.
Πατέρας ήταν η Αθήνα, με τις βόλτες στα μαγαζιά και με τους χίλιους φίλους που μας σταματούσαν στην Πανεπιστημίου και στην Σταδίου για να μας πειράξουν με τις νίκες του Ολυμπιακού και να μου επαναλαμβάνουν όλοι το ίδιο λες κι ήταν συνεννοημένοι, «πως μεγάλωσες».
Πατέρας ήταν η συνεχής προσπάθειά μας να γίνουμε καλλίτεροι στα μαθήματα, στον αθλητισμό, στα πάντα.
Όταν οι διάφοροι με ρώταγαν τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, τους σταμάταγε και έλεγε αυτό που είχε πεί και στον ίδιο ο πατέρας του όταν το έβαζε εννιά χρονών, στο τρένο για την Αθήνα στα 1920.
Να γίνεις καλός άνθρωπος.
Όλοι μου λέγαν τα δικά τους. Άλλος να γίνω έμπορος, άλλος γιατρός, άλλος ποδοσφαιριστής η πιλότος.
Μόνο ο πατέρας έλεγε εκείνη τη φράση που χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω και να μπορέσω να την επαναλάβω και εγώ στα δικά μου παιδιά.
Πατέρας ήταν η δύναμή μου στις δυσκολίες της ζωής.
Εννέα χρονών, μόλις είχαν τελειώσει τα μαθήματα κι είχα φέρει το άριστα δέκα για να ακούσω εκείνο το φοβερό « που είναι ο τόνος ; ».
Είχα σηκωθεί πολύ πρωί για να τον προλάβω πριν φύγει και να τον ρωτήσω που θα πάω καλοκαιρινές διακοπές και πότε θα μού φέρει το μεγάλο ποδήλατο.
Τον θυμάμαι, σαν τώρα όρθιο και σοβαρό, να με κοιτά αμίλητος μ εκείνο το βλέμμα των χιλίων αισθημάτων, να βγάζει απ την την τσέπη του και να μου δίνει ένα τάλληρο, λέγοντας μου να πάρεις το λεωφορείο και ν ανεβείς στην Αθήνα να πας στο μαγαζί του Θείου σου στην οδό Αθηνάς να δουλέψεις. Μεγάλωσες πιά.
Περιττό να σας πω πως ένοιωσα.. Μόνο ξερός δεν έπεσα.
Αρκεί να σας πω ότι, όταν το ίδιο είπα στη γυναίκα μου για το γιόκα μας, 17 χρονώ μαντράχαλο, πλάνταξε στο κλάμα και απείλησε να με χωρίσει.
Εδώ της είχα ψήσει το ψάρι στα χείλη και ποτέ δεν είχε παραπονεθεί.
Με το που της είπα για το γιόκα της κόντεψε να μου μείνει στα χέρια.
Αχ αυτές οι μαμάδες……
Το λοιπόν, όταν από τα εννιά σου βρεθείς στην οδό Αθηνάς, ένα πράγμα είναι βέβαιο, ότι δηλ θα βρίζεις τους γονείς σου μέχρι τα είκοσι και από τα είκοσι και μετά θα τους ευγνωμονείς καθότι με τέτοια εμπειρία η ζωή μετά είναι σαν παιχνιδάκι.
Οι δυσκολίες σε εγκαταλείπουν μια κι έξω, κι αυτό χάρις στον πατέρα.
Τον πατέρα τον γνώρισα μετά τα σαράντα μου, όταν 88 χρονος πια είπε να σταματήσει να δουλεύει πολύ και να κάθεται λίγες ώρες στο καφενείο, όπου έτρεχα να τον βρώ με τα κουτσούβελά μου, για να μάθω επιτέλους ποιός ήταν αυτός ο άνθρωπος που είχε σημαδέψει τη ζωή μας.
Ήταν η καλλίτερη παρέα μου.
Μιλούσαμε ώρες ατέλειωτες για τα παλιά και για τα νέα.
Έριξε φως στις σκοτεινές περιοχές των παιδικών μου αποριών και μου μετέφερε τη σοφία των χρόνων του.
Το πιο σημαντικό όμως για μένα ήταν ότι με ένωσε με τις ρίζες και την πορεία μου στη ζωή.
Ποτέ δεν πίστεψα ότι κάποτε θα φύγει από κοντά μου και μέχρι τα 95 του νίκαγε τον χρόνο όρθιος, δυνατός και βαθιά ανθρώπινος.
Μόνο όταν τον έχασα, έχασα και την ασπίδα μου απέναντι στο θάνατο.
Δ.Δ.
0 Σχόλια