Κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα, 15αύγουστο, γενέθλια ή γιορτή, τα ίδια. Στην αρχή, φωνές και χτυπήματα χεριών πάνω στο τραπέζι, καρέκλες να σέρνονται στο πάτωμα… Και μετά, ουρλιαχτά και κλάματα, κατάρες και βρισιές, λόγια βαριά, απερίγραπτα, φωνές, πάντα φωνές, πάντα δύο, γυναικείες, που μοιάζουν, που η μία μπερδεύεται μέσα στην άλλη, φωνές ίδιες…
Άγρια πράγματα, από καιρού εις καιρόν, σε αργίες και άδειες συνήθως, τα «άπλυτα» μιας ζωής να κυκλώνουν τη γειτονιά, κι ας πρόλαβε μια απ’ τις δυο να κλείσει μπαλκονόπορτες και παντζούρια, άγρια πράγματα να τρομάζουν με την οργή και το μένος τους, ν’ ανατριχιάζουν τους περαστικούς, φλιτζάνια να σπάνε, σιωπή, λήξις…
Και μετά, αγκαζέ για ψώνια, δίπλα – δίπλα στο ΙΚΑ, στις δουλειές, στο supermarket, σα να μη συνέβη τίποτα, σα να μη σηκώθηκε η πολυκατοικία στο πόδι, σα να μην πείστηκε ο πρωτάρης αυτήκοος ότι κάτι κακό θα συμβεί μ’ αυτές τις δυο, σα να ξεπήδησαν πιασμένες χέρι – χέρι από κάποιο βιβλίο που γράφτηκε για την αγάπη μιας μάνας για την κόρη της.
Ξεχνιούνται όλα αυτά; Υπάρχει αγάπη σε τέτοιους περίεργους δεσμούς μητέρας – κόρης; Πώς προχωράει η ζωή μιας γυναίκας, όταν ο μεγαλύτερος αντίπαλος της είναι η μάνα της; Γιατί αυτοί οι καβγάδες είναι ταμπού μέχρι σήμερα; Πόση σχέση έχει η συγχώρεση τους με το ίδιο αίμα που τις ενώνει στον πιο ακατάλυτο δεσμό; Όλοι κάποτε καβγαδίσαμε με τη μάνα μας, όλοι κάπως την «κουβαλάμε» στην καθημερινότητα και τις αντιδράσεις μας, πώς αντέχεται, όμως, το φορτίο μίας κακής σχέσης;
Ίλια, 38 ετών, γραμματέας
«Το ξέρω ότι μ' αγαπάει. Κι εγώ. Δεν φτάνει, όμως. Τα λόγια που έχω ανταλλάξει με τη μάνα μου δεν επαναλαμβάνονται. Ούτε η ένταση των στιγμών. Μπορούσαμε να τσακωθούμε για το τίποτα. Μέχρι τα 30 μου ξεχνούσα και πήγαινα παρακάτω, μέχρι το επόμενο ξέσπασμα. Μετά συγχωρούσα όλο και πιο δύσκολα. Πάγωνα. Ήμασταν μεσοαστική οικογένεια, με προβλήματα. Λύσσαγε να παντρευτώ κάποιον που να ‘χει τον τρόπο του. Δεν μου συγχωρεί ότι χώρισα. Με δύο παιδιά. Ντροπή. Μιλάμε, βγαίνουμε, τη φροντίζω όσο μπορώ. Αλλά είμαι η… ντροπή, η χωρισμένη, εκείνη που πέρασε από πολλά χέρια. Όταν έρχονται γιορτές ή οι διακοπές των παιδιών από το σχολείο – πράγμα που σημαίνει ότι είναι περισσότερες ώρες στο σπίτι μαζί τους – αλήθεια, κλαίω. Υποφέρω».
Σταυρούλα, 47 ετών, γραφίστρια
«Γεννήθηκα σε νησί. Από “ατύχημα”. Οι γονείς μου είχαν ήδη 3 αγόρια. Μεγάλωσα μαζί με τα αγόρια, σαν αγόρι ή κάτι ενδιάμεσο. Όταν ήμουν 4, πέθανε ο πατέρας και ανέλαβε τα πάντα εκείνη. Με άφηνε σε θείες που ευκαιρούσαν, την έβλεπα βράδυ. Τη θυμάμαι πάντα κουρασμένη. Δεν ήταν ποτέ της αγκαλιάς και της φροντίδας. Αγάπη για εκείνην ήταν να έχουμε φαγητό, ρούχα καθαρά και παπούτσια, να μη λένε οι ξένοι. Με τιμωρούσε πιο σκληρά απ’ τ’ αδέλφια μου. Κατάλαβα πως μ’ αγαπάει, όταν έφυγα από το νησί για να σπουδάσω στην Αθήνα. Αν τύχει να τσακωθούμε, απλώς δεν θες να είσαι μπροστά. Τραγωδίες. Θυμόμαστε τα προ Χριστού στην πιο γκροτέσκα εκδοχή τους. Πάσχα του 97’, δεν θα το ξεχάσω, είχε έρθει από το νησί να με δει. Λίγες μέρες πριν είχα κλείσει τα 30. Κάπου διαφωνήσαμε, λογοφέραμε, σήκωσε το χέρι της και με χτύπησε. Άσχημα. Της ανταπέδωσα το χαστούκι. Βρεθήκαμε στο πάτωμα να σκοτωνόμαστε. Ντρέπομαι γι’ αυτό που λέω. Δεν ξέρω πώς φτάσαμε μέχρι εκεί. Ακόμη και σήμερα, ζητάω συγχώρεση, από ποιόν δεν ξέρω. Δεν πιστεύω κιόλας, προς μεγάλη της λύπη. Εκείνη κάνει πως δεν θυμάται. Είναι μεγάλη πια. Αλλά ξέρω ότι αν άντεχε, θα μας συνέβαινε ξανά. Πάντα, το να μιλάς μαζί της ήταν σα να παίζεις με το ξυράφι».
Ανδριάνα, 31 ετών, άνεργη
«Δεν κατάλαβα ότι είχαμε σοβαρό πρόβλημα, μέχρι που απολύθηκα από την εταιρεία που εργαζόμουν και επέστρεψα στο πατρικό. Στην αρχή το είδα σαν ευκαιρία να ξεκουραστώ λίγο. Στο δίμηνο άρχισα να ψάχνω για δουλειά και εκεί διαπίστωσα ότι με αντιμετώπιζε σαν ανεπιθύμητη. Οι καβγάδες ξεκινούσαν από χαζές αφορμές. “Κλείσε το φως, δεν έχω συγγενή στη ΔΕΗ”, “μη μιλάς στο τηλέφωνο”, “πάλι ξέχασες να κλειδώσεις”. Μπορεί να αρχίσει από κάτι τέτοιο και να καταλήξει σε χάος. Νομίζω αυτή είναι η σωστή λέξη. Χάος. Ουρλιάζει, προσπαθώ να κρατηθώ, αλλά από ένα σημείο και μετά είναι αδύνατο. Εκείνο που με πειράζει περισσότερο, είναι ότι ακόμη και σ’ αυτή την ηλικία, ένα κομμάτι μου τρομοκρατείται. Και “κλωτσάει”. Ντρέπομαι για τους γείτονες που μας κοιτάνε περίεργα και περισσότερο ντρέπομαι που μας βλέπουν μετά από μέρες να περπατάμε δίπλα – δίπλα και να χαιρετάμε γνωστούς στον δρόμο. Την αγαπάω, αλλά είμαι μπερδεμένη πολύ. Αυτά που λέει, αυτά που κάνει, ο τρόπος που με κοιτάει, ο θυμός της… Και κυρίως σκέφτομαι ότι, αν όλα αυτά μου τα έκανε κάποιος άλλος; Δεν θα του είχα πει ξανά ούτε καλημέρα… Ναι, είναι χήρα εδώ και 10 χρόνια, μορφωμένη, με καλή σύνταξη, γενικά δεν είχαμε προβλήματα. Ή μάλλον δεν τα έβλεπα εγώ, γιατί έφυγα σχετικά νωρίς από το σπίτι. Αλλά αυτό που ζω τα τελευταία χρόνια, είναι σα να μην ξέρω ποια είμαι και ποια είναι η μάνα μου».
Κατερίνα, 37 ετών, ιδιωτική υπάλληλος
«Ο μπαμπάς πέθανε, όταν ήμουν 12. Ήταν πάντα επικριτική μαζί μου. Με όλα μου. Μετά τον θάνατο του, άρχισαν τα ξεσπάσματα. Τώρα καταλαβαίνω γιατί, αλλά και πάλι όχι απολύτως. Ντρέπομαι να πω ότι με χτύπαγε. Για το παραμικρό. Προς τα έξω ήμασταν η ιδανική οικογένεια, μετά η ιδανική χήρα, η ιδανική κόρη, κ.λπ. Αλλά, κάθε λάθος ήταν κι ένα σκαμπίλι ή μια χοντρή τιμωρία ή μέρες ατέλειωτες τιμωρητικής σιωπής. Συγκινούμαι όταν βλέπω μανάδες να χαϊδεύουν τις κόρες τους, να τις αγκαλιάζουν. Όταν μ’ αγκάλιαζε πάντα υπήρχε μια ψύχρα, σα να ήθελε να με διώξει από κοντά της. Η γιαγιά μου, μου ‘λεγε ότι το ‘κανε για να με σκληραγωγήσει, επειδή δεν υπήρχε πατέρας στο σπίτι. Σου λέω: το καταλαβαίνω, αλλά και πάλι όχι. Κάποτε – ούτε που θυμάμαι πια γιατί, έτσι κι αλλιώς καβγαδίζαμε για το τίποτα – με έπιασε από τα μαλλιά. Πρέπει να ήμουν γύρω στα 25. Έπαθα αμόκ. Άρχισα να σπάω και να της πετάω ό,τι έβρισκα. Φοβήθηκα με τον εαυτό μου και με την αντίδραση της. Ήταν αντίδραση μικρού παιδιού. Λίγο αργότερα έφυγα από το σπίτι. Ναι, την αγαπάω. Μου έδωσε ό,τι είχε κι ό,τι μπορούσε. Αλλά δεν παύω στιγμή να σκέφτομαι πώς θα είχα εξελιχθεί, αν ζούσε ο πατέρας μου, αν εκείνη μου φερόταν αλλιώς και πάει λέγοντας».
Ρούλα, 39 ετών, νοικοκυρά
«Είμαστε από επαρχία. Η μάνα μου ήταν το σκληρό καρύδι στην οικογένεια. Έχω κι έναν αδελφό, 4 χρόνια διαφορά. Είναι μικρότερος. Στα 15 του μου είπε ότι νομίζει ότι του αρέσουν τα αγόρια. Φαινόταν και ήταν αλλιώς. Τον αγαπάω, νομίζω εγώ τον μεγάλωσα, τον κούρνιασα, τον προστάτευσα. Από τη μάνα μας, κυρίως. Όταν συνέβαινε κάτι, έμπαινα μπροστά και τις έτρωγα εγώ. Δεν την άφηνα να τον αγγίξει. Ένα μεσημέρι, γύριζα από τη δουλειά και θυμάμαι την βρήκα από πάνω του, να τον χτυπά, να τον έχει αρπάξει από τον λαιμό, να τον βρίζει χυδαία. Ούτε και θυμάμαι πώς βρεθήκαμε να χτυπιόμαστε οι δυο μας. Σήμερα, την προσέχω εγώ. Δεν μου το έχει συγχωρήσει το ξέρω. Είναι ηλικιωμένη πια, αλλά το φαρμάκι που μπορεί να ρίξει γι’ αυτό το θέμα, με συντρίβει ακόμη, σα να είμαι κοριτσάκι… Δεν πειράζει. Αρκεί που ο μικρός είναι καλά. Όσο γίνεται, δηλαδή».
Λυδία, 41 ετών, δικηγόρος
«Δεν θέλω να γίνω μάνα, εξαιτίας της μάνας μου. Δεν μπορώ να σου περιγράψω το είδος της σχέσης. Εγώ, το νιώθω λίγο σαν κατάρα. Ξέρεις τι είναι εκεί που σε χαϊδεύουν, να σε πετάνε; Και μετά να κλαίνε στα πόδια σου; Να ξέρεις να φτιάχνεις πρωινό για εκείνην από τα 6 σου; Να της βάφεις τα νύχια; Να της φτιάχνεις τα μαλλιά; Να είναι πάντα τσαντισμένη με κάτι; Απογοητευμένη από κάτι; Αλλά να μ’ αγαπάει. Κι εγώ την αγαπάω. Αλλά νιώθω κουρασμένη. Ίσως δεν είμαστε όλες φτιαγμένες για μάνες. Τουλάχιστον, εγώ το ξέρω. Και είναι ψέμα ότι τα συγχωρείς όλα. Απλώς ντρέπεσαι να ομολογήσεις ότι δεν τα συγχωρείς, ότι σε πονάνε ακόμη».
Ελένη, 36 ετών, διαφημίστρια
«Όποιος την γνωρίζει, τη λατρεύει. Για τη γλύκα της, τη μαγειρική της, τη ζωντάνια, την ευστροφία της. Ήταν, είναι γοητευτική κυρία. Εγώ, πάλι ξέρω , ότι είναι καλύτερα να έχουμε απόσταση. Με ανατριχιάζουν τα πιστεύω της – για την ομοφυλοφιλία, τους μετανάστες, τη ζωή μου – και προτιμώ να έχουμε απόσταση. Είναι αυταρχικός, αγύριστος άνθρωπος. Όταν κλείνει η πόρτα, η γοητεία εξαφανίζεται. Δεν ξέρω, αν θα την επέλεγα για παρέα μου, αν δεν ήταν αίμα μου και δεν ξέρω τι κατάλοιπα θα μου βγουν στην πορεία. Δεν ντρέπομαι να το πω. Μου πήρε πολλά χρόνια για να μην ντρέπομαι να το πω. Ξέρω ότι είναι άλλης εποχής, γεννηθείσα το 48’, αλλά έχω πάψει να δικαιολογώ τη διγλωσσία της, από τότε που γνώρισα καλύτερα μητέρες φίλων και συναδέλφων. Εκεί έπαψα να τα δικαιολογώ όλα με το χάσμα των γενεών. Υπάρχει και το χάσμα των ανθρώπων, ξέρεις».
Πηγή: lifo.gr
0 Σχόλια