Το έργο γράφτηκε το φθινόπωρο του 1881 και εκδόθηκε το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς.Οι «Βρικόλακες, πραγματεύονται, μέσα από τη δραματική περιγραφή της οικογένειας των Άλβινγκ, την κοινωνική υποκρισία, τα φαντάσματα και τους «βρικόλακες» που στοιχειώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη και κληρονομούνται από τους αυστηρούς θεσμούς, τους συμβιβασμούς, το «νόμο» και την «τάξη» που υποβάλλουν οι αταίριαστες με την ανθρώπινη ψυχή, συμπεριφορές αλλά και την ασφυκτική πίεση που ασκούν συχνά στον άνθρωπο οι κοινωνικοί κανόνες.
Όταν ο Ίψεν έστειλε αντίγραφα του βιβλίου σε διάφορα θέατρα, για να το ανεβάσουν, συνάντησε και εκεί, απόρριψη. Ακόμα και τα θέατρα με τα οποία είχε πολλές φορές συνεργαστεί ο Ίψεν μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν δέχτηκαν να το ανεβάσουν. Ο συγγραφέας δεν ένιωσε έκπληξη. Περίμενε κάτι τέτοιο, αφού σε ένα γράμμα του προς τον εκδότη, γράφει ότι: “είναι λογικό να περιμένουμε ότι οι Βρικόλακες θα σημάνουν συναγερμό σε μερικούς κύκλους. Αλλά ας γίνει. Αν δεν προκαλούνταν αναστάτωση, δεν θα ήταν και αναγκαίο το γράψιμο τους.”
Κυριολεκτικά ο τίτλος μεταφράζεται από τα νορβηγικά «Αυτοί που περπατούν ξανά στη γη», ενώ σε άλλες γλώσσες, έχει επικρατήσει ως «Φαντάσματα». Πράγματι, αυτές οι έννοιες είναι διάχυτες, μιας και τα λάθη του παρελθόντος στοιχειώνουν ακόμα τις μέρες και τις ζωές των ηρώων. Με αρχέτυπα από τις ελληνικές τραγωδίες, οι χαρακτήρες δοκιμάζονται σκληρά από τη μοίρα. Μετά την ύβρη, έρχεται η Νέμεσις και οι ατιμώρητες αμαρτίες των νεκρών, μεταβιβάζονται στους ζωντανούς, διαλύοντάς τους, ώστε να επέλθει η αναπόφευκτη κάθαρση.
Ο Ίψεν περιγράφει στους βρικόλακες την ιστορία μιας γυναίκας, που έχει αφιερώσει τη ζωή της στον άντρα της και στο παιδί της. Ο άντρας της καταφεύγει στην αγκαλιά της απείθαρχης υπηρέτριας και η σύζυγός του καθησυχάζει την συνείδηση της ασχολούμενη με την επιχείρησή του.
Μέσα από την ταπείνωση της ανακάλυψης για την απιστία του , η κ. Έλεν Άλβιγκ παρατά το σπίτι της και βρίσκει καταφύγιο στον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής της , τον πάστορα Μάντερς. Αυτός ως πάστορας , αυστηρών ηθικών και κοινωνικών αρχών με έντονο το στοιχείο του «πρέπει» να διακατέχει κάθε του κίνηση, προσπαθεί την επαναφέρει στα ιδανικά της αξιοπρέπειας και του καθήκοντος. Το μαρτύριό της Έλεν φτάνει στο τέλος του με το θάνατο του συζύγου της, μέσα στην αυταπάτη μιας «Αγιασμένης Υπόληψης».Η επιστροφή του Όσβαλντ – του γιου της οικογένειας- μετά την πολύχρονη απουσία του στο Παρίσι όπου εργάζεται ως ζωγράφος, (γεγονός το οποίο ο πάστορας θεωρεί πλήρη διαφθορά ηθών) σηματοδοτεί τη σύγκρουση που θα προκύψει.
Η υποταγμένη σύζυγος, κ. Άλβινγκ, έχει ανατρέψει μέσα της όλα όσα πίστευε και σχεδιάζει τώρα μία νέα ζωή, μ’ επίκεντρο το γιο της. Ο πάστορας Μάντερς όμως διαφωνεί με τα «σχέδια» μητέρας- γιου και επεμβαίνει δυναμικά.
Την ανατροπή σε κάθε προοπτική θα φέρει η απόφαση του Όσβαλντ που κληρονόμησε από τον πατέρα του την ερωτική ορμή, να παντρευτεί τη Ρεγγίνα, την υπηρέτρια της κ. Άλβινγκ. Ένα βροχερό βράδυ ερωτοτροπεί με την Ρεγγίνα, για την οποία μόνο η μητέρα του γνωρίζει ότι είναι νόθος κόρη του πατέρα του Όσβαλντ, και συνεπώς αδερφή του.
Παράλληλα, ο Όσβαλτ εκμυστηρεύεται στην μητέρα του τα σημάδια της τρέλας που του έχουν εκδηλωθεί ως συμπτώματα μίας ασθένειας που θα τον οδηγήσει σταδιακά σε πνευματική ανημπορία. Σημαντική και χαρακτηριστική για το έργο είναι η λέξη που χρησιμοποιεί ο Όσβαλτ, για να ονοματίσει αυτή του την ασθένεια. Την αναφέρει -αναπαράγοντας τα λεγόμενα του Γάλλου γιατρού που τον εξέτασε- ως «vermoulu», λέξη που στα Γαλλικά σημαίνει σάπιο, σκωληκώδες, υπονοώντας και ασκώντας έντονη κριτική στην κοινωνική σαθρότητα που επικρατεί πίσω από τις ανθρώπινες μάσκες του καθωσπρεπισμού.…
Εν τέλει ο Όσβαλτ ζητά από την μητέρα του να του υποσχεθεί ότι όταν ξαναπάθει την κρίση της ασθένειας, θα του δώσει το δηλητήριο που έχει πάντα μαζί του και αυτή παρά την αγάπη που του τρέφει και την σχεδόν μοιρολατρική εξάρτησή της από αυτόν, αναλαμβάνει το δραματικό καθήκον να τον απαλλάξει από το μαρτύριο.
Ο τίτλος, αναφέρεται κυρίως στο στοιχείο της κληρονομικότητας που είναι και το κυρίαρχο θέμα του έργου, καθώς και το στοιχείο της «επανάληψης» μίας ιστορίας, που ενώ οι ήρωες πίστευαν ότι είχε θαφτεί στο βάθος των χρόνων και στα πέπλα της λήθης, αυτή «βρυκολακιάζει» και σαν φάντασμα εμφανίζεται ολοζώντανη μπροστά τους. Η πρώτη χρήση της λέξης στο έργο, είναι τη στιγμή που η κυρία Άλβινγκ, βλέπει το γιο της να ερωτοτροπεί με την Ρεγγίνα, την υπηρέτρια, στο ίδιο ακριβώς σημείο και στην ίδια ακριβώς κατάσταση όπου στο παρελθόν είχε δει και τον άντρα της με την μητέρα της Ρεγγίνας.
Σοκαρισμένη και ξαναφέρνοντας στη μνήμη της σκηνές που αγωνιζόταν σκληρά τόσα χρόνια να θάψει, αναφωνεί «Βρικόλακες», προοικονομώντας έτσι την συνέχεια του έργου.
Το έργο έχει επίσης έντονα στοιχεία από προγενέστερα αριστουργήματα της κλασσικής αλλά και αρχαιοελληνικής δραματουργίας. Αρχικά βλέπουμε την έντονη συσχέτιση με την τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος», που αντικατοπτρίζεται όχι μόνο, στην σχεδόν παρανοική σχέση του Όσβαλτ με την μητέρα του, αλλά και στη σχέση του Όσβαλτ με τον πατέρα του, ο θάνατος του οποίου τον στοίχειωσε και εν τέλει τον σκότωσε.
Σημαντικό κοινό στοιχείο με τον Οιδίποδα είναι η μανία της «αποκάλυψης» και των κρυμμένων μυστικών, που τόσο ο Οιδίποδας όσο και οι ήρωες του Ιψενικού δράματος, προσπαθούν μανιωδώς να διαφωτίσουν, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα επιφέρει η αποκάλυψή τους αυτή.
Το στοιχείο της ανάγκης για αποκάλυψη, έρχεται σε έντονη αντιδιαστολή με το ίδιο το επάγγελμα του Όσβαλτ, αφού σε αντίθεση με όλους τους άλλους ζωγράφους που προσπαθούν να καλύψουν και να διορθώσουν τις ατέλειες με τα έργα τους, ο Όσβαλτ νιώθει την ανάγκη να αποκαλύψει αυτές τις ατέλειες και να βγάλει στη φόρα τα λάθη και την σαπίλα που υποβόσκουν.
Η μανία για αποκάλυψη και διαφάνεια, αλλά και η δεδομένη κατάσταση στην οποία βρίσκεται, αναπόφευκτα συνδέει τον νεαρό Όσβαλτ και με τον επιληπτικό πρίγκιπα Μίνσκιν, τον «Ηλίθιο» του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι, που γράφτηκε το 1868, 13 περίπου χρόνια πριν την συγγραφή των «Βρικολάκων». Ο πρίγκιπας Μίνσκιν, όπως και ο Όσβαλτ, (με τον οποίο μοιράζεται μία πάθηση νοητικής φύσεως), μετά από μία μακροχρόνια παραμονή στο εξωτερικό επιστρέφει στη γενέτειρά του, όπου γίνεται αντικείμενο προσοχής, ενδιαφέροντος, αλλά και σχολιασμού από τους γύρω του. Σημαντικό είναι επίσης ότι και τα δύο αυτά έργα συνδέονται με τη ζωή των συγγραφέων τους, με τις γήινες αναζητήσεις του Ίψεν, περί κοινωνικών σχέσεων και κληρονομικών ασθενειών και με την επιληψία που ταλάνιζε τον Ντοστογιέφσκι (το 2ο επιληπτικό επεισόδιο του πρίγκιπα Μίνσκιν που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της δεξίωσης, αποτελεί περιγραφή προσωπικής εμπειρίας του συγγραφέα). Επίσης και στα 2 έργα οι πρωταγωνιστές προβληματίζονται έντονα σχετικά με την εξέλιξη της ασθένειας τους και το φόβο του επικείμενου θανάτου.
Τέλος, το θρησκευτικό στοιχείο που είναι υπαρκτό και καθορίζει το «savoir faire» μίας ολόκληρης κοινωνίας στους Βρικόλακες και αντιπροσωπεύεται από τις νουθεσίες του πάστορα Μάντερς, είναι εξίσου αισθητό και στα έργα του βαθιά θρησκευόμενου Ντοστογιέφσκι. Όπως και άλλα έργα του Ιψεν, οι «Βρυκόλακες» είχαν προκαλέσει αίσθηση στην εποχή τους.
Κανιβαλικές οικογενειακές σχέσεις, υποχθόνια σύνδρομα και αναφορές σε αφροδίσια νοσήματα, σε μια εποχή κατά την οποία και η απλή αναφορά στη σύφιλη εθεωρείτο σκάνδαλο. Ο μεγάλος Νορβηγός συγγραφέας βγάζει στη φόρα τα άπλυτα μιας ολόκληρης εποχής και κοινωνίας με τρόπο επιθετικό, σοκαριστικό για τους συγχρόνους του. Μάλιστα, το 1898, πάνω από δέκα χρόνια μετά την πρεμιέρα του έργου, όταν ο Ίψεν προσκλήθηκε σε δείπνο με τον Οσκαρ Β΄ της Σουηδίας, ο τελευταίος του είπε ότι οι «Βρικόλακες» είναι ένα κακό έργο. Ο Ίψεν έκανε μια παύση και μετά είπε οργισμένα: «Μεγαλειότατε, έπρεπε να γράψω ένα έργο σαν τους “Βρικόλακες”»!
Το 1891 το έργο ανέβηκε για μία και μοναδική, ιδιωτική παράσταση στο Λονδίνο, σε μια λέσχη, μέλη της οποίας ήταν οι Χάρντι και Χένρι Τζέιμς. Σήμερα θεωρείται έργο κλασικό, από τα πιο αντιπροσωπευτικά του Νορβηγού δραματουργού. Συνδυάζοντας το καυστικό κοινωνικό σχόλιο με την υπαρξιακή – μεταφυσική αγωνία, το έργο προσφέρεται για διάφορες προσεγγίσεις, αφού τα στοιχεία της διαφθοράς, της κοινωνικής υποκρισίας και της κληρονομικότητας, καθώς και η αιώνια σύγκρουση της ηθικής τάξης και της Θείας Πρόνοιας, με τις γήινες ανάγκες και τα ανθρώπινα «θέλω», είναι στοιχεία υπαρκτά σε όλες τις χρονικές περιόδους και παραμένουν επίκαιρα μέχρι και στις μέρες μας.
0 Σχόλια