Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ιατρική σχολή του Cambridge, ενώ κατά την φοιτητική του αυτή περίοδο μελέτησε έργα του Freud, γεγονός που αποτέλεσε μάλλον την αφετηρία της διαδρομής του στον ψυχαναλυτικό κόσμο.
Συνέχισε αργότερα τις ιατρικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, και συγκεκριμένα στο St. Bartholomew’s Hospital Medical College, αποκτώντας το 1920 με την αποφοίτησή του τον τίτλο του κλινικού ιατρού. Από το 1923 άρχισε να εργάζεται ως παιδίατρος στο Νοσοκομείο Παιδιών στο Paddington Green, στο Λονδίνο, και παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι το 1962. Παράλληλα ξεκίνησε ψυχανάλυση με τον Βρετανό ψυχαναλυτή James Strachey, ενώ το 1927 ξεκίνησε την εκπαίδευσή του στην αναλυτική ψυχοθεραπεία.
Αργότερα συνέχισε την ψυχανάλυσή του με την Βρετανίδα ψυχαναλύτρια Joan Riviere και ξεκίνησε να εκπαιδεύεται για ψυχαναλυτής με βάση την προσέγγιση της Melanie Klein. Το 1935 απέκτησε τον τίτλο του ψυχαναλυτή παιδιών, (αποτελώντας τον πρώτο άνδρα ψυχαναλυτή παιδιών) και από το 1936 έγινε επίσημο μέλος της Βρετανικής Ψυχαναλυτικής Κοινωνίας, στην οποία μάλιστα επιτέλεσε δύο φορές πρόεδρος (1956-1959 και 1965-1968).
Με το πέρασμα των χρόνων ο Winnicott διαφοροποιήθηκε σε κάποια σημεία από τη Melanie Klein και διαμόρφωσε τις δικές του θεωρίες σχετικά με την ανάπτυξη των παιδιών.
Πιο συγκεκριμένα, το έργο του ήταν επηρεασμένο από την εμπειρία του ως παιδίατρος στην παρατήρηση μητέρων και των βρεφών τους. Μέσω της ενασχόλησής του λοιπόν με τη σχέση βρέφους-μητέρας οδηγήθηκε στο σημαντικότερο και πιο γνωστό επίτευγμα του, στην ενίσχυση της ψυχαναλυτικής θεωρίας των αντικειμενοτρόπων σχέσεων.
Σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία, το βρέφος από τη στιγμή της γέννησής του είναι αδιαφοροποίητο από τη μητέρα. Μητέρα και βρέφος αποτελούν κατά κάποιο τρόπο μια ενιαία οντότητα, καθώς το τελευταίο χρειάζεται τη φροντίδα της μητέρας του προκειμένου να επιβιώσει. Μόνο ο συντονισμός μιας αρκετά καλής μητέρας με το βρέφος και η συνεχής φροντίδα των αναγκών του μπορούν να βοηθήσουν το βρέφος να διαφοροποιηθεί από τη μητέρα του και να δημιουργήσει αναπαραστάσεις εαυτού και άλλου.
Αυτές οι αναπαραστάσεις μάλιστα για τον εαυτό του, τους άλλους και τον κόσμο γενικότερα θα επηρεάσουν τις σχέσεις που θα χτίσει με τους συνανθρώπους του στο μέλλον (υγιείς σχέσεις με τη μητέρα-ανεξάρτητος και ικανός για σύναψη σχέσεων ως ενήλικας, προβληματικές σχέσεις με τη μητέρα- συναισθηματικά απόμακρος και εξαρτητικός ως ενήλικας).
Ωστόσο, όσο εντείνεται στο βρέφος το αίσθημα διαφοροποίησης ανάμεσα στο ίδιο και στη μητέρα του, ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εμείς», συχνά χρειάζεται ένα τρόπο να γεφυρώσει αυτό το χάσμα. Σε αυτό το σημείο λοιπόν ο Winnicott προσθέτει δύο έννοιες ως απάντηση στο παραπάνω πρόβλημα: το «μεταβατικό αντικείμενο» και το «μεταβατικό χώρο».
Ως «μεταβατικό αντικείμενο» ορίζεται οποιοδήποτε αντικείμενο στο οποίο προσκολλάται το βρέφος και στο οποίο εναποθέτει τις ιδιότητες της μητέρας του, αντιμετωπίζοντάς το ως υποκατάστατό της. Αντίστοιχα ως «μεταβατικός χώρος» θεωρείται ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στη συγχώνευση και στο διαχωρισμό του βρέφους με τη μητέρα, ανάμεσα στην υποκειμενική εσωτερική πραγματικότητα και στην αντικειμενική εξωτερική πραγματικότητα.
Αυτή η ενδιάμεση ζώνη είναι μία περιοχή συμβολισμού, ένας χώρος-στήριγμα που παραχωρείται στο παιδί για να εκφράσει τη δημιουργικότητά του, να παίξει, να επινοήσει νέες ιδέες και φαντασιώσεις, να αντιληφθεί ένα αντικείμενο («μεταβατικό αντικείμενο») και να χτίσει μια σχέση μαζί του. Ο τρόπος μάλιστα που θα αντιδράσει η μητέρα στις κινήσεις αυτές του βρέφους είναι καθοριστικός για την αίσθηση εαυτού που θα διαμορφώσει το παιδί.
Αν η μητέρα ανταποκριθεί με ενσυναίσθηση στις αυθόρμητες κινήσεις του βρέφους (υποστηρικτικό περιβάλλον), τότε το παιδί θα διαμορφώσει την αναπαράσταση ενός αληθούς εαυτού, αυτόνομου, ικανού να παίζει και να δημιουργεί. Αντίθετα αν η μητέρα συνεχώς παρερμηνεύει τις κινήσεις του βρέφους με βάση τις δικές της ανάγκες, το παιδί για να επιβιώσει θα κρατήσει κρυμμένο τον αληθή εαυτό του και θα αναπτύξει έναν ψευδή εαυτό, ο οποίος δεν μπορεί να είναι αυθόρμητος αλλά είναι μόνο υποχωρητικός, ακόμα και μιμητικός.
Με λίγα λόγια, επομένως, η θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων με βάση τον Winnicott τονίζει τα εξής: το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η ύπαρξη ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη μιας υγιούς ταυτότητας του παιδιού, αλλά και την καθοριστική σημασία της πρώτης σχέσης μεταξύ βρέφους και μητέρας για τις μετέπειτα σχέσεις του.
Αξίζει να αναφερθεί πως ο Winnicott δεν περιορίστηκε μόνο στη θεωρητική ανάπτυξη του έργου του, αλλά προσπάθησε να οικοδομήσει και σε πρακτικό επίπεδο το κατάλληλο ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο που θα φέρει πιο κοντά τον θεραπευόμενο με το θεραπευτή. Υποστήριξε λοιπόν πως το «υποστηρικτικό πλαίσιο» που αναφέρεται στη θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων μπορεί να διαμορφωθεί και στο ψυχοθεραπευτικό περιβάλλον.
Ο ψυχοθεραπευτής ειδικότερα μέσω της δέσμευσής του με τον θεραπευόμενο και με την ανάπτυξη μιας σχέσης ενσυναίσθησης και εμπιστευτικότητας μαζί του, έχει τη δυνατότητα να προσφέρει ένα υποκατάστατο της πρώτης σχέσης μητέρας-βρέφους. Έχει τη δυνατότητα με άλλα λόγια να προσφέρει τις συνθήκες αυτές που θα αντανακλούν στο θεραπευόμενο ένα αίσθημα ασφάλειας και αποδοχής, στοιχεία απαραίτητα για να αποδώσει μια θεραπευτική σχέση.
Τέλος ο Winnicott θεώρησε πως ιδιαίτερα σημαντικό κομμάτι της ψυχοθεραπείας είναι και το παιχνίδι. Τόνιζε συγκεκριμένα πως το παιχνίδι είναι κλειδί για τη συναισθηματική και ψυχολογική ευεξία, ενώ μέσω αυτού μπορούν τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικες να έρθουν σε επαφή με τα συναισθήματά τους.
Οργάνωνε λοιπόν ορισμένα παιχνίδια για τα παιδιά κατά τη διάρκεια της θεραπείας, μέσω των οποίων ανακάλυπτε στοιχεία για την ψυχική τους δομή, ενώ ταυτόχρονα ενθάρρυνε και τους ενήλικες να «παίζουν» ασχολούμενοι με την τέχνη, τα αθλήματα και τα χόμπι που τους ενδιαφέρουν. Με αυτό τον τρόπο οι θεραπευόμενοι οποιασδήποτε ηλικίας έχουν τη δυνατότητα να ανακαλύψουν τον αυθεντικό εαυτό τους, καθώς υποστήριζε πως όταν οι άνθρωποι παίζουν, νιώθουν αυθόρμητοι και αληθινοί.
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω είναι φανερή η μεγάλη συμβολή του Winnicott στην ανάπτυξη της ψυχανάλυσης και γι’ αυτό η φήμη του είναι διεθνής. Αποτελεί μάλιστα έναν από τους λίγους ψυχαναλυτές του 20ου αιώνα που το έργο του, ως προς τη δομή, το εύρος και τη λεπτολογία, συγκρίνεται με το έργο του «πατέρα» της ψυχανάλυσης, του Freud.
Πηγή: https://www.psychologynow.gr/
0 Σχόλια