Τα τελευταία χρόνια τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προβάλλουν ολοένα και συχνότερα επιθέσεις αυτοκτονίας που συντέλλουνται σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, σκορπώντας το φόβο και τον αποτροπιασμό, αλλά και την έμφαση στα «ζητούμενα» των τρομοκρατών. Με άλλα λόγια, επιτελείται ο πρωταρχικός στόχος των τρομοκρατικών επιθέσεων, δηλαδή να γνωστοποιείται η δράση των τρομοκρατών σε ευρύ κομμάτι του πληθυσμού και να υπάρχει μεγάλος αριθμός ανθρώπινων απωλειών (Jenkins, 2006).
Στην πραγματικότητα, οι επιθέσεις αυτοκτονίας δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο, αντιθέτως έχουν μεγάλο παρελθόν (π.χ. το Ισλαμικό Τάγμα των Εκτελεστών κατά τη διάρκεια των Χριστιανικών Σταυροφοριών). Η αλλαγή όμως που παρατηρείται στις μέρες μας αφορά τη διεύρυνση της στοχοθέτησης, από το εθνικό στο διεθνές επίπεδο (Atran, 2003). Τις τελευταίες δεκαετίες, οι επιθέσεις αυτοκτονίας συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας και των πολιτικών δυνάμεων, εξαιτίας των τεράστιων συνεπειών που έχουν όχι μόνο με όρους απώλειας της ανθρώπινης ζωής, αλλά και για το αίσθημα φόβου που επιβάλλεται στην ευρύτερη κοινωνία.
Η επιστημονική κοινότητα μελέτησε εκτεταμένα το φαινόμενο των επιθέσεων αυτοκτονίας, σε μια προσπάθεια να εδραιωθεί μια καλύτερη κατανόηση της κατάστασης. Μία από τις κυρίαρχες απόψεις που εξετάστηκαν είναι το κατά πόσο τα άτομα που επιχειρούν επιθέσεις αυτοκτονίας δρουν ορθολογικά. Η Martha Crenshaw, αποτελεί οπαδός της άποψης ότι οι τρομοκράτες είναι κοινοί άνθρωποι, υποστηρίζοντας ότι ενώ είναι αδύνατο να αναπτυχθεί ένα ενιαίο προφίλ που να είναι ίδιο για όλους τους τρομοκράτες επιθέσεων αυτοκτονίας, το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η φυσιολογικότητα. Οι επιθέσεις αυτοκτονίας είναι στρατηγικές ενέργειες, με πολιτικά κίνητρα και όχι το αποτέλεσμα κοινωνικών ή ψυχολογικών δυσλειτουργιών (Grimland, Apter and Kerkhof, 2006). Αυτή η άποψη υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής, ως μια μορφή πολιτικής θέσης μετά τα γεγονότα της 9ης Σεπτεμβρίου. Χαρακτηριστικά, ο προέδρος George.W.Bush, αναφέρθηκε στους τρομοκράτες της 9ης Σεπτεμβρίου αποκαλώντας τους «σατανικούς και δειλούς» (Lankford, 2013).
Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να αξιολογηθεί η άποψη της Crenshaw, καθώς έχει βαρύνουσα σημασία στο σχεδιασμό των στρατηγικών για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Αναλυτικότερα, αν η θέση της Crenshaw είναι σωστή, τότε δίνει μια αίσθηση ελέγχου πάνω στην κατάσταση, δεδομένου ότι η διεξαγωγή μεγαλύτερου αριθμού ερευνών μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη γνώση του φαινομένου και κατά συνέπεια σε πιο αποτελεσματικές στρατηγικές πρόληψης. Από την άλλη, αν η θέση της είναι λανθασμένη, τότε υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι είναι εξαιρετικά δύσκολο να ελεγχθούν οι επιθέσεις αυτοκτονίας, καθώς είναι αδύνατο τις περισσότερες φορές να γίνει πρόβλεψη της συμπεριφοράς ατόμων με ψυχιατρικές διαταραχές. Διαφαίνεται, λοιπόν, ότι η ακρίβεια της θέσης της καθορίζει αποφάσεις που θα ληφθούν σε σχέση με τη διανομή πόρων για το σχεδιασμό προληπτικών στρατηγικών. Επιπρόσθετα, η ισχύς αυτής της τοποθέτησης επηρεάζει σημαντικά και τις νομικές αποφάσεις σχετικά με την αντιμετώπιση των επιθέσεων αυτοκτονίας. Στην περίπτωση που οι τρομοκράτες των επιθέσεων αυτοκτονίας έχουν σώας τα φρένας, τα δικαστήρια μπορούν να τους αξιολογήσουν ως υπόλογους για τις πράξεις τους, και κατ’ επέκταση να μπορούν να τους επιβάλλουν πολύ αυστηρότερες ποινές.
Τα δεδομένα για την αξιολόγηση της άποψης της Crenshaw προέρχονται από τρεις διαφορετικές πηγές: (ι) συνεντεύξεις με τρομοκράτες επιθέσεων αυτοκτονίας, (ιι) ιστορικά δεδομένα/αφηγήσεις και (ιιι) συγκριτικές μελέτες. Ο μεγαλύτερος όγκος της ερευνητικής αρθογραφίας φαίνεται να επισημαίνει ότι οι τρομοκράτες επιθέσεων αυτοκτονίας δεν παρουσιάζουν στοιχεία ψυχοπαθολογίας. Ειδικότερα, οι Berco and Erez (2005), οι οποίοι πήραν συνεντεύξεις από Παλαιστίνιους τρομοκράτες επιθέσεων αυτοκτονίας, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για φυσιολογικούς ανθρώπους, με σχετικά φυσιολογικές οικογένειες, που είχαν υψηλό κίνητρο να γίνουν shahids (μάρτυρες). Ο Hassan (2001) πήρε πάνω από 200 συνεντεύξεις με άτομα που είχαν εμπλακεί σε επιθέσεις αυτοκτονίας, τις οικογένειες τους, καθώς και άτομα που είχαν συμμετάσχει στην εκπαίδευσή τους. Ο Hassan συμπέρανε ότι κάνενας από αυτούς τους τρομοκράτες δεν παρουσίαζε στοιχεία αυτοκτονικού ιδεασμού, κατάθλιψη ή κάποια άλλη ψυχιατρική διαταραχή.
Βέβαια, υπάρχει και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία οι τρομοκράτες αυτοκτονικών επιθέσεων είναι παράφρονες. Ο Pape (2003) υποστήριξε την ιδέα ότι οι αυτοί οι τρομοκράτες μπορεί να είναι παράφρονες, αλλά υπογράμμισε ότι οι οργανώσεις που τους στρατολογούν δεν είναι σίγουρα. Με άλλα λόγια, οι οργανώσεις αυτές επιλέγουν άτομα που δεν παρουσιάζουν ψυχοπαθολογία, καθώς το αντίθετο θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τα οφέλη που προσδοκούν να αποκομίσουν οι οργανώσεις αυτές, όπως για παράδειγμα τη δημόσια υποστήριξη ή τη στρατολόγηση νέων μελών. Παρόμοια ευρήματα, παρουσιάστηκαν από τον Lankford (2013), ο οποίος υποστήριξε ότι υπάρχουν σημαντικές ψυχολογικές διαφορές μεταξύ τρομοκρατών και τρομακρατών επιθέσεων αυτοκτονίας, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των τρομοκρατών δεν έχει πρόθεση να εκτελέσει μια «επιχείριση μάρτυρα». Είναι όμως, σημαντικό να αναφερθεί ότι κανένας από τους παραπάνω επιστήμονες δεν παρέχει αξιόπιστα επιστημονικά δεδομένα που να στηρίζουν τις θέσεις τους.
Συμπερασματικά, μέσα από την παρουσίαση των πιο πρόσφατων ερευνητικών δεδομένων, διαφαίνεται ότι η άποψη της Crenshaw υποστηρίζεται εμπειρικά. Ωστόσο, το γεγονός ότι υπάρχουν ενδείξεις ψυχολογικών διαφοροποιήσεων μεταξύ τρομοκρατών και τρομοκρατών επιθέσεων αυτοκτονίας και ότι στους τελευταίους μπορεί να υπάρχουν ναρκισσιτικά τραύματα, απαιτεί περαιτέρω έρευνα με άρτιο μεθοδολογικό σχεδιασμό, για να μπορούν να αξιολογηθούν οι παραπάνω υποθέσεις. Εν κατακλείδι, η άποψη για τη φυσιολογικότητα των τρομοκρατών επιθέσεων αυτοκτονίας υποστηρίζεται μερικώς από την υπάρχουσα αρθρογραφία, ανοίγοντας το δρόμο για το σχεδιασμό νέων ερευνητικών προσπαθειών και προληπτικών παρεμβάσεων.
Πηγή: https://www.psychografimata.com/
0 Σχόλια