ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΔΟΡΑ μέχρι την Τουρκία, από τη Φινλανδία μέχρι την Ελλάδα και την καρδιά της Αφρικής, το Τσαντ και το Τζιμπουτί, η Φρίντα Κάλο είναι η πιο δημοφιλής καλλιτέχνης σε αναζητήσεις στα μηχανάκια της Google για το 2020 μετά τον Ντα Βίντσι, αφήνοντας πίσω της ομότεχνούς της, όπως ο Πικάσο και ο Βαν Γκογκ, αν και καμία σχέση δεν έχουν στα διεθνή χρηματιστήρια της τέχνης οι τιμές της μεν και των δε.
Κάτι που σημαίνει ότι η Φρίντα Κάλο, που στη ζωή της δεν είχε την καλλιτεχνική παραγωγή των προηγούμενων και τα έργα της δεν έχουν τόσο μεγάλη αξία όσο των τριών γιγάντων της τέχνης, υπάρχει πολύ περισσότερο σε όλα τα σπίτια, σαν απόλυτη σταρ της ποπ κουλτούρας, σε μαγνητάκια, φλυτζάνια, τσάντες, που φυσικά έχουν το πρόσωπό της, δηλαδή το selfie έργο της.
Τα έργα της φτάνουν σε δημοπρασία πολύ σπάνια, γιατί παρήγαγε περίπου μόνο 200 στη διάρκεια της ζωής της και αυτά παραμένουν σε μεγάλο ποσοστό σε συλλογές μουσείων και στο Μεξικό, όπου δεν μπορούν να πωληθούν λόγω των αυστηρών νόμων για την πολιτιστική κληρονομιά, ενώ ορισμένα από αυτά έχουν κηρυχθεί «καλλιτεχνικά μνημεία» από την UNESCO.
Η Φρίντα Κάλο θεωρείται όχι μόνο ζωγράφος αλλά σύμβολο και για τους πιο κυνικούς, brand name. Αν είχε μια οικογένεια πιο δραστήρια ή ένα ίδρυμα να κυνηγά τα δικαιώματα όπως η οικογένεια Πικάσο, και δεν ζούσαν στο Μεξικό, τα έσοδα από την πώληση της εικόνας της θα ήταν πολλαπλάσια από τα σημερινά που αγγίζουν πολλά εκατομμύρια, αλλά δεν έχουν ποτέ καταγραφεί.
Όταν κυκλοφόρησε η κούκλα Φρίντα Κάλο της Mattel, με τη Φρίντα-Μπάρμπι να ξεπουλάει με το «καλημέρα» ξέσπασε ένας πόλεμος για τα δικαιώματα μεταξύ της ανιψιάς της και του Frida Kahlo Corporation -που έχει ιδρυθεί αυθαίρετα-, ενώ ένα μέρος των έργων της βρίσκεται σε άλλο ίδρυμα στο Μεξικό. Οπότε η αναπαραγωγή των έργων της, δηλαδή του προσώπου της είναι σχεδόν αυθαίρετη.
Στην εκρηκτική αυτή διασημότητα του ονόματος έχει συντελέσει η διαρκής αναπαραγωγή των σκανδάλων της ζωής της, μια ταινία που βραβεύτηκε με Όσκαρ με τη Σάλμα Χάγιεκ ως Φρίντα, η μόδα που ήταν δική της προσωπική «εφεύρεση», τα σμιχτά φρύδια, ο γάμος με έναν άντρα πολύ μεγαλύτερό της, οι εραστές και οι ερωμένες της, επιστολές που βγαίνουν ακόμα πρόσφατα από ξεχασμένους εραστές και συντελούν σε ένα μύθο που δεν υποχωρεί σε μόδες και προτιμήσεις.
Υπάρχει πάντα μια ίντριγκα γύρω από τη Φρίντα που η ζωή της έχει μπει στο μικροσκόπιο όσο καμιάς άλλης γυναίκας, ούτε η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, ούτε καν η Νόρα Κάρινγκτον δεν έχουν ερευνηθεί τόσο πολύ και τόσο εκτενώς. Αυτό όμως που συνέβη με την Κάλο δεν ήταν ποτέ σε βάρος της τέχνης της και αυτό είναι εξαιρετικά αξιοσημείωτο.
Τη Φρίντα Κάλο την έψαξαν στις περισσότερες χώρες του κόσμου στη διάρκεια της καραντίνας και αυτό λέει κάτι για την εγγύτητα που αισθάνθηκαν οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο μαζί της, για τη συνθήκη του εγκλεισμού μέσα στην οποία πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της εξαιτίας της πολυομυελίτιδας και των αυξανόμενων προβλημάτων υγείας μέχρι το τέλος.
Βέβαια, τα πολύχρωμα ρούχα, τα κοσμήματα και τα περίτεχνα χτενίσματα καθόλου δε φανερώνουν την κατάσταση μιας γυναίκας με πολύ σοβαρά ψυχικά και σωματικά προβλήματα, αντιθέτως, τα κάνουν να μοιάζουν με εκκεντρικά καπρίτσια και προσωπικό ύφος. Και όλα αυτά δε θα είχαν ίσως φτάσει στις μέρες μας αν δε λάτρευε το φακό και δεν ήταν τόσο κοκέτα, αν δεν ήθελε να δείχνει τόσο έντονα τη θηλυκή της πλευρά σε κάθε λεπτομέρεια, από τα αναπηρικά μποτάκια μέχρι τους ζωγραφισμένους νάρθηκες με τους οποίους όχι απλά τολμούσε, αλλά επιδίωκε να φωτογραφηθεί.
Τη Φρίντα Κάλο τη διεκδικούν όλοι για διαφορετικό λόγο, είναι μια γυναίκα «δική τους» και «όλων» χωρίς να έχει κουνήσει το δαχτυλάκι της γι' αυτό. Γυναίκες και άντρες βρίσκουν και ταυτίζονται με ένα κομμάτι της. Η «εμπειρία Κάλο», η γνωριμία με μια θυελλώδη προσωπικότητα προσφέρει ένα συναισθηματικό υποκατάστατο ως «συγγενική φιγούρα» σε κοινότητες όπως η queer, οι αυτόχθονες και οι καταπιεσμένοι που τη βλέπουν σαν το δικό τους επαναστατικό σύμβολο.
Έτσι προέκυψε η Φρινταμάνια, με πρωταγωνίστρια μια προκλητική γυναικεία παρουσία σε έναν ανδροκεντρικό κόσμο, μια ατρόμητη και πρωτοποριακή καλλιτέχνιδα που καθόρισε τη δική της εικόνα, χωρίς να υπολογίσει κανέναν, τον κόσμο και την αγορά της τέχνης, κριτικούς και γκαλερίστες. Και το ότι ζούσε στο Μεξικό συντέλεσε όσο τίποτα άλλο στην ανάδυσή της στον κόσμο της ποπ κουλτούρας που σε πιο «πολιτισμένα» μέρη και πρωτεύουσες κατέπνιξε τις γυναίκες, στα κινήματα από τους σουρεαλιστές μέχρι την ποπ - αρτ.
Η «ποπ Φρίντα» είναι απείρως πιο διάσημη από όσο ήταν η αληθινή. Υπάρχουν λουλούδια για τα μαλλιά και μανόν νυχιών, τεκίλα, πιστωτικές κάρτες, ηλεκτρικές καφετιέρες και φίλτρα καφέ, emoji Frida για τους χρήστες των iPhone, ένα Μουσείο Frida Kahlo κοντά στο Κανκούν χωρίς αυθεντικά έργα της, φίλτρο Κάλο στο Snapchat και αυτά είναι λίγα από τα παραδείγματα, ενώ έξω από το μουσείο Τέχνης του Ντάλας το 2017 με την ευκαιρία των 110 χρόνων από τη γέννησή της, μαζεύτηκαν 1.100 γυναίκες ως Φρίντα Κάλο για να τιμήσουν τη ζωγράφο και να προσπαθήσουν να κάνουν ένα ρεκόρ Γκίνες για τις πολλές Φρίντα που μαζεύτηκαν ποτέ στο ίδιο μέρος.
Η φήμη της έγινε μεγαλύτερη στις πολύ πιο πρόσφατες, μετά το θάνατό της δεκαετίες και συνδέθηκε με την κουλτούρα της πολιτικής ταυτότητας στις ΗΠΑ που με την ανάπτυξή της ανακάλυψε στο πρόσωπο της Κάλο ένα παγκόσμιο σύμβολο ανθεκτικότητας, την εικόνα ενός μέλους της avant-garde ενάντια στις αντιξοότητες και την πατριαρχική καταπίεση με το Vanity Fair να σημειώνει το 1995, «μια πολιτικά σωστή ηρωίδα για κάθε τραυματισμένη μειονότητα».
Το εφέ που κυριαρχεί σε σχέση με τη Φρίντα Κάλο αφορά περισσότερο την εικόνα της και πολύ λιγότερο την πολιτική της τοποθέτηση αν και οι εκατοντάδες ερευνητές και καθηγητές που ασχολούνται με το θέμα «Φρίντα Κάλο» υποστηρίζουν ότι η εικόνα είναι μια πόρτα για να μάθουν περισσότερα για τη ζωή της, την πολιτική της δράση και το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο. Άλλωστε η εμπορική χρήση του ονόματός της έχει πάρει εδώ και δεκαετίες το δικό του δρόμο και πολύ μακριά από τα έργα της.
Και βέβαια, ο κόσμος της τέχνης, καθόλου τυχαία, οσμίστηκε εγκαίρως την τάση. Η έκθεση του 1982 που παρουσιάστηκε, παράλληλα με αυτήν της Tina Modotti, στη γκαλερί Whitechapel του Λονδίνου είναι μια ιστορική στιγμή, η αναδρομική έκθεση του 2005 στην Tate Modern ήταν χωρίς προηγούμενο, ενώ αυτή στο Μουσείο Βικτώριας και Αλβέρτου του Λονδίνου με τα ρούχα της ανανέωσε για άλλη μια φορά την εικόνα και τη «ζήτηση» όλων των προϊόντων που κυκλοφόρησαν σχετικά.
Πηγή: lifo.gr
0 Σχόλια