Η απάντηση εμφανίζεται περίπλοκη αν αναζητήσει κανείς σχετική βιβλιογραφία, καθώς τομείς της βιολογίας, της ιατρικής, της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας διαπλέκονται σε μια προσπάθεια ορισμού του φαινομένου. Τόσο εντός των ίδιων των επιστημονικών κλάδων όσο και διεπιστημονικά η συζήτηση, είτε αφορά τα συμπτώματα είτε τα αίτια είτε την αντιμετώπιση της διαταραχής, είναι γεμάτη αμφισημίες κα αντιθέσεις (Visser & Jehan, 2009).
Για παράδειγμα, ο βιο-ιατρικός κλάδος υποστηρίζει κυρίως ότι η Δ.Ε.Π.Υ. προκύπτει ως αποτέλεσμα εγγενούς βιοχημικής δυσλειτουργίας στους ασθενείς και θεραπεύεται αποτελεσματικά με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή ψυχοδιεγερτικών. Αντίθετα, η κοινωνιολογική προσέγγιση αμφισβητεί ότι η Δ.Ε.Π.Υ. αποτελεί μια πραγματική αντικειμενική διαταραχή και διατείνεται ότι πρόκειται για μια κοινωνική κατασκευή καθώς δυσλειτουργίες της κοινωνίας μετατίθενται στα άτομα και εν προκειμένω στα παιδιά (Graham, 2008b; Visser & Jehan, 2009).
Η συμπτωματολογία της Δ.Ε.Π.Υ. συνδέεται με ζητήματα που απασχολούν χρόνια τα εκπαιδευτικά συστήματα (Kristjánsson, 2009). Ταυτόχρονα, τα ποσοστά διαγνώσεων αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον των επιστημόνων να αυξάνεται αντίστοιχα, και η δημόσια επιστημονική συζήτηση να φουντώνει (Norris & Lloyd, 2000). Παρόλα αυτά, το ιατρικό μοντέλο της Δ.Ε.Π.Υ. εμφανίζεται σαφέστατα δημοφιλέστερο, ως το μόνο αληθές.
Φαίνεται να υπερισχύει των άλλων και η αλήθεια που υποστηρίζει κάθε φορά εμφανίζεται ως τελειωτική, παρόλο που με την πάροδο του χρόνου εκείνη μεταβάλλεται καθώς ο κατάλογος συμπτωμάτων μεγαλώνει και το ηλικιακό εύρος στο οποίο γίνεται η διάγνωση συνεχώς επεκτείνεται. Τελευταία η Δ.Ε.Π.Υ. πλήττει και ενήλικες ενώ διαγνώσεις γίνονται πια και σε νηπιακή ηλικία.
Σκιαγράφηση της Δ.Ε.Π.Υ. μέσα στην τάξη
Ένα από τα βασικά ερευνητικά ερωτήματα αφορούσε τον εντοπισμό των συμπεριφορών με βάση τις οποίες οι εκπαιδευτικοί ξεχωρίζουν ένα παιδί με Δ.Ε.Π.Υ. από ένα ‘κανονικό’ παιδί. Οι εκπαιδευτικοί περιέγραψαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τις συμπεριφορές που παρατηρούν στους μαθητές τους και τις κατατάσσουν ως παθολογικές, ως συμπτώματα Δ.Ε.Π.Υ..
Η υπερκινητικότητα και η αδυναμία συγκέντρωσης εκφράστηκαν ως βασικά συμπτώματα από τις νηπιαγωγούς. Πιο συγκεκριμένα, ως υπερκινητικότητα η Βερόνικα (14 έτη προϋπηρεσίας) περιγράφει χαρακτηριστικά: «όπου και να το βάλεις να καθίσει, θα ενοχλήσει τον δίπλα του, θα γυρίσει, θα πάρει κάτι, θα πετάξει, θέλει να κρατάει πράγματα, θα πάει δίπλα στον πίνακα να βάλει καρφίτσες, να τις κάνει, να ξεκρεμάσει, ασχολείται με τα ρούχα του, αρχίζει τρώει το μανίκι του ας πούμε, γυρνάει την μπλούζα του, τρώει τα νύχια του, τέτοια πράγματα. Δηλαδή είναι μόνιμα σε μία κατάσταση πανικού, πώς να το πω.»
Δεν μπορούν να μείνουν στα σημεία που υποδεικνύουν οι νηπιαγωγοί, «θα σηκωθεί, θα κινηθεί στα παιδιά γύρω γύρω, θα τα ενοχλήσει» λέει η Νάνσυ (14 έτη προϋπηρεσίας). Είναι σε «διαρκή κίνηση» λέει η Φιλιώ (12 έτη προϋπηρεσίας), ενώ η Νεφέλη (34 έτη προϋπηρεσίας) σημειώνει ότι «θέλουνε να χρησιμοποιούνε το σώμα τους».
Η Στέλλα (17 έτη προϋπηρεσίας) και η Νάνσυ (14 έτη προϋπηρεσίας) τονίζουν την ένταση του τρεξίματός των παιδιών αυτών στην αυλή ως ένδειξη των επιπέδων ενεργητικότητάς τους: «λες και τρέχει Μαραθώνιο! Τρέχει, τρέχει, τρέχει, γρήγορα, γρήγορα και πολύ δυνατά! ΜΕ ΤΑΧΥΤΗΤΑ!» (Νάνσυ, 14 έτη προϋπηρεσίας).
Η Νάνσυ (14 έτη προϋπηρεσίας) παρατηρεί ακόμα ότι αυτά τα παιδιά έχουν και ιδιαίτερη μυϊκή δύναμη και η Στέλλα (17 έτη προϋπηρεσίας) αναφέρει ότι η ένταση αυτή είναι ορατή ακόμα και στο βλέμμα του παιδιού με Δ.Ε.Π.Υ., μία «νευρικότητα» όπως την ονομάζει, «μία ενέργεια χωρίς λόγο» που βγαίνει.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της διαταραχής σύμφωνα με τον DSM-5 (American Psychiatric Association, 2013) και τις μαρτυρίες των νηπιαγωγών είναι η 42 έλλειψη προσοχής και περιγράφεται κυρίως από τις νηπιαγωγούς ως αδυναμία των παιδιών να ολοκληρώσουν την οποιαδήποτε δραστηριότητα.
Ο χρόνος παραμονής τους στις δραστηριότητες είναι μικρός και το ενδιαφέρον τους αλλάζει κατεύθυνση συχνά. Η Βερόνικα (14 έτη προϋπηρεσίας) τονίζει ότι ακόμα και στη Γυμναστική του Δημοτικού, έχει παρατηρήσει με τον συνάδελφο γυμναστή ότι τα παιδιά με Δ.Ε.Π.Υ. αδυνατούν να ακολουθήσουν την πορεία της συγκεκριμένης γραμμής που υποδεικνύει ο γυμναστής. Η Νάνσυ (14 έτη προϋπηρεσίας) περιγράφοντας τα συμπτώματα του μαθητή που είχε συναντήσει εξηγεί ότι είναι σαν να «χάνεται, είναι λίγο αφηρημένος, φαίνεται ότι το[ν] προβληματίζει κάτι».
Η ίδια εντοπίζει ότι εφ’ όσον αδυνατούν να ολοκληρώσουν εύκολα εργασίες ειδικά Γλώσσας και Μαθηματικών δημιουργείται πρόβλημα μαθησιακό. Μόνο η Νεφέλη (34 έτη προϋπηρεσίας) δηλώνει ότι καταφέρνουν να ολοκληρώσουν τις εργασίες που τους υποδεικνύονται χωρίς όμως να επιδεικνύουν απόλυτη συγκέντρωση, πιο συγκεκριμένα λέει: «μετά στη δουλίτσα που θα κάνουνε, μπορεί ας πούμε να είναι όρθιοι και να την κάνουνε, μπορεί ας πούμε να μην μπορούνε να καθίσουνε κάτω στην καρέκλα ή μπορεί να μιλάνε και να… να μην είναι συγκεντρωμένοι 100% στη δουλειά τους».
Ο κανονικός μαθητής ορίζεται ως υπάκουος, πειθαρχημένος και παραγωγικός και γίνεται το μέτρο σύμφωνα με το οποίο οι νηπιαγωγοί κρίνουν τα παιδιά και τα κατατάσσουν στις κατηγορίες φυσιολογικός ή παθολογικός.
Ακόμα και η Νεφέλη (34 έτη προϋπηρεσίας) που τονίζει ότι τα παιδιά αυτά παρόλο που δεν δείχνουν με τη γλώσσα του σώματός τους ότι προσέχουν, στην πραγματικότητα παρακολουθούν όπως έχει διαπιστώσει και είναι «έξυπνα», δεν παύει να θέτει τη διαφορετική γλώσσα σώματος που επιδεικνύουν εκτός ορίων 43 κανονικότητας. Τα συγκεκριμένα όρια φαίνεται να αντανακλούν αξίες της δυτικής βιομηχανικής κουλτούρας όπως η αποδοτικότητα, η παραγωγικότητα, η τάξη και η προβλεψιμότητα (Lee, 2008, σ. 434). Κατ’ επέκταση, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα όρια της φυσιολογικής παιδικής συμπεριφοράς θέτονται κατ’ αυτόν τον τρόπο˙ θέτονται γιατί οι συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται ως συμπτώματα Δ.Ε.Π.Υ., όπως η απειθαρχία, η έντονη κινητικότητα και η ανυπακοή είναι συμπεριφορές που έρχονται σε ρήξη με τις παραπάνω αξίες της συγκεκριμένης κουλτούρας. Κάθε κουλτούρα ανά ιστορική εποχή θέτει τα δικά της όρια της φυσιολογικής παιδικής συμπεριφοράς σύμφωνα με την Lee (2008) και οι συμπεριφορές που ξεφεύγουν από αυτά τα όρια θεωρούνται επικίνδυνες σύμφωνα με τον Foucault (2003).
Επικίνδυνες με την έννοια ότι δεν ενσωματώνουν τις αξίες αυτής της κουλτούρας άρα ο πληθυσμός που τις εμφανίζει δεν θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα να βοηθήσει το σύστημα να ευημερήσει και σε μία βιοπολιτική άσκηση εξουσίας αυτός ο πληθυσμός αποτελεί πρόβλημα. Η δυτική κουλτούρα προτάσσει ο πολίτης που παράγει το εκπαιδευτικό σύστημα να συμμορφώνεται με τις παραπάνω αξίες οπότε τα όρια της φυσιολογικής παιδικής συμπεριφοράς ορίζονται ανάλογα όπως διαπιστώθηκε. Η παιδική ηλικία λειτουργεί ως ενηλικοπαγίδα (Foucault, 2003, σ. 304) ώστε οι ‘παθολογικοί’ να εντοπιστούν αρχικά, αλλά και να ληφθούν οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να εξελιχθούν σε αποδοτικούς, παραγωγικούς, πειθαρχημένους ενήλικες πολίτες. Άρα παρατηρείται ουσιαστικά ότι οι νηπιαγωγοί σκιαγραφούν ως συμπτώματα Δ.Ε.Π.Υ. συμπεριφορές που θεωρούνται προβληματικές στην σημερινή κοινωνία ενώ από την άλλη μεριά περιγράφονται ως φυσιολογικές, ως το μέτρο οι συμπεριφορές των ιδανικών πολιτών αυτής.
Το σύστημα όμως δεν αμφισβητείται, η Εύα (12 έτη προϋπηρεσίας) το ξεκαθαρίζει μάλιστα λέγοντας για το ελληνικό δημόσιο σχολείο ότι «πάντα είναι αυτό το πλαίσιο στο οποίο καλείται να ανταπεξέλθει ένα παιδί, το πλαίσιο που καλείται να προσαρμοστεί είναι το συγκεκριμένο». Το εκπαιδευτικό σύστημα παραμένει σταθερό και αμετακίνητο ανεξάρτητα από τους μαθητές του, ενώ αντίθετα διαπιστώνεται ότι τα όρια της παθολογίας που φέρει την ετικέτα Δ.Ε.Π.Υ. διευρύνονται αν παρατηρήσει κανείς τις εκθέσεις της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρείας ανά τα χρόνια (American Psychiatric Association, 2013), αλλά και τις μαρτυρίες των νηπιαγωγών.
Χαρακτηριστικά ατόμων με Δ.Ε.Π.Υ. που αναφέρονται στη βιβλιογραφία (Flint, 2001; Webb, Amend, & Webb, 2005; Wiklund, Patzelt, & Dimov, 2016), όπως τα φαινόμενα υπερσυγκέντρωσης, και θα μπορούσαν να αξιολογηθούν θετικά, δεν αναφέρονται παρά μόνο από τη Νάνσυ (14 έτη προϋπηρεσίας) η οποία μιλά για ιδιαίτερο ταλέντο, ιδιαίτερες κλίσεις σε ένα συγκεκριμένο πεδίο σε δύο περιπτώσεις παιδιών που είχε συναντήσει. Ακόμα και η εντυπωσιακή ταχύτητα με την οποία αναφέρεται πρωτύτερα ότι τρέχει ένας μαθητής, δεν αξιολογείται ως ταλέντο στο τρέξιμο, αλλά ως αδικαιολόγητη ενέργεια. Καθίσταται σαφές ότι η Δ.Ε.Π.Υ. είναι πρόβλημα και δεν αφήνονται περιθώρια μιας θετικότερης θέασης των συγκεκριμένων συμπεριφορών.
Πηγή: Απόψεις και εμπειρίες νηπιαγωγών γενικής εκπαίδευσης σχετικά με τη διάγνωση της «Διαταραχής» Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας μέσα στην τάξη ΜΑΡΙΑ-ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΙΑΤΟΓΛΟY
0 Σχόλια