Δεν είναι λίγες οι φορές που έρχονται γονείς μικρών παιδιών στο ιατρείο του παιδοψυχιάτρου λόγω ανησυχίας για την ψυχική υγεία του παιδιού τους. Ζούμε άλλωστε στην εποχή της πανεύκολης πρόσβασης στην πληροφορία μέσω του διαδικτύου και ομολογουμένως δεν είναι ούτε λίγες οι φορές που οι γονείς έρχονται με συγκεκριμένο ερώτημα… κυρίως διαγνωστικό!
Συνήθως ρωτούν τα εξής:
«Έχει άγχος αποχωρισμού το παιδί μου;»
«Είναι αναπτυξιακό το θέμα; Δε μου δίνει ούτε καλή βλεμματική επαφή, χώρια που ακόμη να μιλήσει καθαρά..»
«Έχει εναντιωματική διαταραχή; Με δαγκώνει επίτηδες και χωρίς λόγο!»
Εννοείται ότι λαμβάνεται εξαιρετικά σοβαρά υπόψη η ανησυχία του κηδεμόνα. Ο ειδικός παίρνει ένα ενδελεχές ιατρικό και αναπτυξιακό ιστορικό, κάνει παρατήρηση του παιδιού σε άλλο πλαίσιο, π.χ. στο σπίτι ή στο νηπιαγωγείο, και το παιδί τυγχάνει λεπτομερούς αξιολόγησης. Ευτυχώς, στις πλείστες των περιπτώσεων, ο «ασθενής» πρόκειται περί ενός φυσιολογικότατου δίχρονου το οποίο απλά περνάει ίσως την πιο κρίσιμη αναπτυξιακή περίοδο της παιδικής ηλικίας.
Τα «τρομερά δίχρονα»! Όλοι έχουμε ακούσει αυτή τη φράση και δη την αγγλόφερτη «terrible twos». Η φράση χαρακτηρίζει την περίοδο μεταξύ 1.5 – 3 ετών, κυρίως λόγω της αντιδραστικής συμπεριφοράς που εμφανίζουν τα νήπια κατά αυτή τη φάση.
Τι συμβαίνει αναπτυξιακά;
Καταρχάς το παιδί δεν είναι πλέον μωρό αλλά νήπιο. Αυξάνεται η κινητικότητά του, γίνεται όλο και πιο επιδέξιο με τα χεράκια του, αναπτύσσει γενικές γνώσεις, χρησιμοποιεί περισσότερο τον λόγο, κοινωνικά αρχίζει να μιμείται την συμπεριφορά των άλλων και κυρίως αναπτύσσει την αυτογνωσία. Συνειδητοποιεί δηλαδή όλο και περισσότερο τον εαυτό του ως ξεχωριστή οντότητα από τους άλλους. Αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να κάνει τις δικές του επιλογές και ότι δεν χρειάζεται να κάνει πάντα αυτό που θέλει ο κηδεμόνας. Σαν να έχουμε έναν μικροσκοπικό έφηβο στο σπίτι! Με τη διαφορά ότι το νήπιο δεν είναι σε θέση ακόμη να γνωρίζει πραγματικά την σκέψη του, πόσο ακόμη να την λεκτικοποιήσει. Τα νήπια αντιδρούν δηλαδή μόνο και μόνο επειδή μπορούν να το κάνουν! Αυτό που σίγουρα δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη είναι η αντίληψη του χρόνου (όταν ο κηδεμόνας λέει «σε δυο λεπτά», το νήπιο αντιλαμβάνεται «ποτέ») και η αντίληψη του δικαιώματος/υποχρέωσης (όταν το αυτοκινητάκι του Κωστάκη, το θέλει με το ζόρι ο Γιωργάκης).
Παράδειγμα:
Ο μικρός Γιωργάκης παίζει αμέριμνος από το πρωί. Καθαρός, περιποιημένος και σε εξαιρετική διάθεση. Παίζει με τα παιχνίδια του. Όλο και κάποιος ενήλικας του σκάει ένα φιλάκι, όταν περνάει από δίπλα του. Τρώει το φρούτο του, λέει ένα τραγουδάκι, όλα καλά. Το μεσημέρι τον ρωτάει η μαμά του τι θέλει να φάει. Είναι τόσο ωραία τώρα που μιλάει και λέει τι θέλει! Ο Γιωργάκης λοιπόν ζητάει κοτομπουκιές. Του φτιάχνει η μαμά τις κοτομπουκιές και με το που εμφανίζονται μπροστά του γίνεται ένας χαμός. Ο Γιωργάκης έχει αλλάξει γνώμη και δεν ξέρει γιατί έχει αλλάξει γνώμη! Εξάλλου, για εκείνον είναι απολύτως φυσιολογικό να αλλάξει γνώμη αφού κατά την αναπτυξιακή περίοδο αυτή διαφωνεί ακόμη και με τον εαυτό του! Κλαίει με λυγμούς, πετάει τα παιχνίδια του και κτυπιέται κάτω. Το τι θα ακολουθήσει εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από το πως θα τον χειριστεί η μαμά του.
Οι γονείς πρέπει να θυμούνται τα ακόλουθα:
- Το παιδί αντιδράει έτσι με μοναδικό κίνητρο την ανάγκη του να δείξει ότι είναι αυτόνομο και ανεξάρτητο. Γι´αυτό ο Γιωργάκης πιο πάνω κλαίει και στο αμάξι, επειδή θέλει να βάλει τη ζώνη ασφαλείας ΜΟΝΟΣ του. Πιστεύει ότι μπορεί και ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμα του να το κάνει. Δε το κάνει ούτε ορθολογιστικά ούτε σκεπτόμενος, και σίγουρα δεν είναι απώτερος σκοπός του να θυμώσει τη μαμά του.
- Τη δεδομένη στιγμή το παιδί έχει πολύ έντονα συναισθήματα. Είναι θυμωμένο από τη μια, αλλά θέλει να ικανοποιήσει και να χαροποιήσει τους γονείς του από την άλλη. Διχασμός!
- Τη δεδομένη στιγμή το παιδί έχει την απόλυτη ανάγκη να νιώσει ασφάλεια και να νιώσει ότι δεν έχει ξεφύγει.
- Τη δεδομένη στιγμή το παιδί μαθαίνει να παίρνει αποφάσεις και ότι η κάθε απόφαση έχει το αποτέλεσμά της.
- Η πρόληψη υπερτερεί της παρέμβασης. Τα ξεσπάσματα στην ηλικία των δύο ετών είναι κάτι αναμενόμενο, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι μπορούμε να τα προλάβουμε ως κάποιο βαθμό. Παρατηρούμε τη γλώσσα του σώματος του παιδιού. Βλέπουμε τα σημάδια εκνευρισμού. Μειώνουμε τους εκλυτικούς παράγοντες, π.χ πείνα και νύστα, κ.τ.λ. Ένα καθημερινό παράδειγμα είναι το πεινασμένο δίχρονο στο σουπερμάρκετ που κυριολεκτικά σφαδάζει μπροστά από το ράφι με τις σοκολάτες. Σαφέστατα δεν μπορούμε να προβλέψουμε τα πάντα, αλλά μπορούμε να μειώσουμε τα επεισόδια κατά πολύ.
- Ο ενήλικας έχει τον έλεγχο και ο ενήλικας έχει την απόλυτη ευθύνη να παραμείνει ψύχραιμος. Όταν το παιδί έχει νευριάσει, παράλογα κατά εμάς τους ενήλικες, η αντίδραση μας σε αυτές τις περιπτώσεις είναι συνήθως αρνητική, π.χ ουρλιάζουμε στο παιδί να σταματήσει να ουρλιάζει! Το παιδί στα δυο έτη λειτουργεί μιμητικά. Άρα, ο αρνητισμός του θα εντείνεται όσο πιο πολύ του λέμε «όχι» και «μη» και σίγουρα θα συνεχίζει να φωνάζει. Χρειάζεται ευελιξία, διαλλακτικότητα και υπομονή, περιορίζοντας τις απαγορεύσεις σε όσες είναι πραγματικά απαραίτητες για τη σωματική και ψυχική υγεία του παιδιού.
- Απομάκρυνση εάν νιώθουμε ότι έχουμε εκνευριστεί με το «παράλογο» παιδί. Φεύγουμε από κοντά του. Εάν φοβόμαστε ότι διατρέχει σωματικό κίνδυνο, παρακολουθούμε από απόσταση ασφαλείας ή το αγκαλιάζουμε χωρίς να λέμε λέξη. Εάν το ξέσπασμα γίνεται μπροστά σε κόσμο, απομακρύνουμε το ίδιο το παιδί και το αφήνουμε να ηρεμήσει σε ουδέτερο χώρο.
- Ο νόμος των δυο επιλογών δίνει την αίσθηση στο παιδί ότι αυτό διαλέγει και αποφασίζει ενώ κατ΄ουσία του διδάσκεται πως γίνεται η λήψη αποφάσεων χωρίς συναισθηματικούς παροξυσμούς. Για παράδειγμα δε ρωτάμε το δίχρονο άν πεινάει κι αν θέλει σνακ. Το ρωτάμε άν θέλει φρούτο ή σάντουιτς.
- Προβλεπόμενη ρουτίνα στην καθημερινότητα του παιδιού. Η ρουτίνα και η σταθερότητα σε δραστηριότητες καθημερινής ζωής, όπως το μπάνιο, το φαγητό και ο ύπνος βοηθούν πολύ. Καταρχάς μπαίνει ένα ξεκάθαρο όριο στο παιδί και μειώνονται οι αφορμές για συζήτηση και προστριβή. Εάν ρωτήσουμε το δίχρονο εάν θέλει να κοιμηθεί, με μαθηματική ακρίβεια θα μας πει «όχι». Εάν όμως έχει μάθει να κοιμάται στις οχτώ, με μαθηματική ακρίβεια θα νυστάζει εκείνη την ώρα.
- Αποκωδικοποίηση. Τι θέλει πραγματικά το παιδί; Έχει εκνευριστεί και δε μπορεί να λεκτικοποιήσει αυτό που νιώθει και καταφεύγει στην κακή συμπεριφορά; Μήπως προκαλεί τα όρια; Μήπως ήρθε η ώρα να μάθει να μοιράζεται πράγματα; Σίγουρα, πρέπει να βρούμε την αιτία και να βοηθήσουμε το παιδί να αντιδρά διαφορετικά. Εάν δεν μπορούμε μόνοι μας, ζητάμε συμβουλή και βοήθεια. Πώς το χειρίζεται η δασκάλα στο νηπιαγωγείο για παράδειγμα.
- Όρια, αλλά με κατανόηση. Τα παιδιά μαθαίνουν από αυτά που βλέπουν τους γονείς να κάνουν και όχι από αυτά που οι γονείς τους λένε να κάνουν! Βοηθάμε το παιδί να εκφράσει με λόγια τα συναισθήματα που οδήγησαν στο ξέσπασμα και δίνουμε το σωστό μοντέλο συμπεριφοράς. Εννοείται ότι αυτό είναι επαναλαμβανόμενη διαδικασία. Η οριοθέτηση χρειάζεται υπομονή και επιμονή. Δίνουμε, με συμπόνια και σεβασμό, στο παιδί να καταλάβει ότι η συμπεριφορά του δεν είναι αποδεκτή και εξηγούμε τι ακριβώς αναμένουμε, π.χ. «την επόμενη φορά που θα θυμώσεις, θα μου μιλήσεις και δε θα με δαγκώσεις».
Πότε πρέπει όντως να ανησυχούμε;
- Όταν το παιδί εκδηλώνει συμπεριφορά που δε συνάδει με την ηλικία του
- Όταν τα ξεσπάσματα είναι εξαιρετικά συχνά και διαρκούν πολύ.
- Όταν δε βελτιώνεται η κατάσταση παρ’ όλες τις φιλότιμες και επίμονες προσπάθειες.
- Όταν συμβαίνει σε πολλά πλαίσια και το παιδί γίνεται δυσλειτουργικό, π.χ. όταν η δασκάλα μας αναφέρει ότι την ανησυχεί η συμπεριφορά ή τα ξεσπάσματα του παιδιού.
- Όταν παρατηρούνται κι άλλα σημεία στην γενικότερη ανάπτυξη του παιδιού, π.χ. δεν αναπτύσσει λόγο, δεν παίζει με τα άλλα παιδάκια, ενοχλείται με πολλά και διάφορα αισθητηριακά ερεθίσματα όπως άγγισμα, γεύσεις, θερμοκρασία, ήχους κ.τ.λ.
- Όταν το παιδί παρατηρείται να είναι εξαιρετικά κινητικό, ριψοκίνδυνο ή παρορμητικό.
0 Σχόλια