Πριν μερικά χρόνια είχα παρευρεθεί λόγω δημοσιογραφικής κάλυψης, σε μία συνάντηση με σκοπό την παροχή βοήθειας και τρόπων αντιμετώπισης ανθρώπων με υπερφαγία.
Φυσικά ένα από τα θέματα που τέθηκαν ήταν η απενοχοποίηση των τροφίμων. Η κατανόηση δηλαδή, ότι ο διαχωρισμός των τροφίμων σε καλά και κακά/ σωστά και λάθος/ παχυντικά και αδυνατιστικά δεν εξυπηρετεί καθόλου στην αντιμετώπιση των υπερφαγικών.
Με αφορμή αυτό, στην αίθουσα υπήρχαν γλυκά συνοδεία του καφέ. Κέικ, κουλουράκια, μηλοπιτάκια και άλλα εύγευστα τρόφιμα αγορασμένα από γνωστά ζαχαροπλαστεία και φούρνους της πόλης.
Στα μάτια των παρευρισκόμενων μπορούσα να διακρίνω τη δυσκολία αντίστασης απέναντι στα τρόφιμα αυτά και συνάμα την απορία τους ” …τι λάθος συμβαίνει σε εμένα και δεν μπορώ να αντισταθώ;”
Προσωπικά πιστεύω ότι δεν συμβαίνει τίποτα λάθος σε αυτούς τους ανθρώπους. Πολλά επεξεργασμένα τρόφιμα είναι κατασκευασμένα ώστε να μην μπορούμε να αντισταθούμε, μα ούτε να φάμε λίγο. Ενισχυτικά γεύσης, υπερβολική προσθήκη ζάχαρης, λίπους, αλατιού έχουν αποτέλεσμα να προκαλούν στον εγκέφαλο ένα ιδιαίτερα ευχάριστο συναίσθημα και να προκαλούν την επιθυμία να αναζητάμε περισσότερο από αυτά ασχέτως από το επίπεδο της πείνας μας ή την απόφασή μας να φάμε ή όχι.
Το “διπλό δέσιμο” σε θεραπευτή & θεραπευόμενο
Θεραπευτικά μοιάζει να επικρατεί ένα «διπλό δέσιμο» (double bind). Από τη μία η θεραπευτική διαδικασία είναι σημαντικό να απενοχοποιήσει τις τροφές και από την άλλη κάποιες τροφές που κοινωνικά προσφέρονται μοιάζει να είναι ένοχες.
Το γεγονός αυτό έχει πολλές αναγνώσεις. Θα μπορούσε ακόμα να αναδείξει μία κοινωνική διάσταση της Υπερφαγίας, απαλλάσσοντας εν μέρει τους πάσχοντες από την απομόνωση της ενοχής ή της ντροπής για κάτι που δεν καταφέρνουν. Είναι φυσιολογικό να μην καταφέρνουν την διατροφική εγκράτεια με τρόφιμα που είναι «σχεδιασμένα» οι περισσότεροι να μην μπορούν να φάνε μόνο ένα…
Τις τελευταίες δεκαετίες εξάλλου, η επιστήμη της γεύσης πήρε διαφορετικό δρόμο από την επιστήμη της υγείας. Και έτσι, αυτά τα δύο δύσκολα μπορούμε με ευκολία να τα συνδυάσουμε. Θυμάμαι όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι πρώτες εκπομπές μαγειρικής στην τηλεόραση. Η αρνητική αντίδραση της μητέρας μου όταν είδε τον τηλεοπτικό σεφ να βάζει μία ολόκληρη συσκευασία βουτύρου και μισό κιλό ζάχαρη προκειμένου να μας δείξει πως φτιάχνουμε ένα νόστιμο κέικ. Χαρακτηριστικά είπε αστειευόμενη ” αυτός προσπαθεί να μας σκοτώσει!” Στην πραγματικότητα καμία μητέρα δεν θα έφτιαχνε ένα φαγητό ή γλυκό μόνο με γνώμονα τη γεύση. Θα σκεφτόταν τη φροντίδα της οικογένειας, την υγεία των μελών, το κόστος και άλλα. Οι επιχειρήσεις έτοιμων τροφίμων όμως, εστιάζονται πολύ στη γεύση και στη γευστική απόλαυση που θα μας προκαλέσουν και με αυτόν τον τρόπο θα μας κρατήσουν κοντά τους.
Η γευστική ευδαιμονία
Το φαινόμενο του γευστικού σημείου της ευδαιμονίας (the bliss point) είναι ένα σημείο αναφοράς σε όλες τις επιχείρησης που ασχολούνται με την τροφή. Είναι ακριβώς εκείνο το σημείο γεύσης πριν θεωρήσουμε ότι παραείναι γλυκό ή αλμυρό ή λιπαρό και θα μας αποτρέψει να το καταναλώσουμε. Ακριβώς εκείνο το σημείο όμως, είναι η μέγιστη ευχαρίστηση. Πριν από το σημείο της ευδαιμονίας, το τρόφιμο μπορεί να θεωρηθεί ήπιο ή αδιάφορο και πάνω από το σημείο αυτό μπορεί να θεωρηθεί αηδιαστικό. Στο ιδανικό σημείο λοιπόν, το τρόφιμο περιέχει τόση προσθήκη γευστικών συστατικών όπως αλάτι, ζάχαρη ή λίπος που πέρα από τις θερμίδες που περιέχει το τρόφιμο ασκεί παράλληλα έντονη επίδραση στον εγκέφαλο, αλλά και ολόκληρο το σώμα. Έχει δηλαδή έντονη γεύση, δημιουργεί ένα έντονο συναίσθημα κατά την κατανάλωση, σαν διαδικασία γίνετε εμπειρία και μνήμη (και σαν αποτέλεσμα θα το αναζητήσουμε στο μέλλον). Επιπλέον, έχει έντονη επίδραση πολυεπίπεδα σε ολόκληρο το σώμα (π.χ. έντονη αύξηση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα/ αύξηση της αρτηριακής πίεσης). Συχνά η ποσότητα των γευστικών συστατικών που περιέχετε σε επεξεργασμένα τρόφιμα είναι τόσο μεγάλη που πιθανόν κανένας μας δεν θα πρόσθετε τέτοια ανάλογη ποσότητα σε ένα σπιτικό φαγητό ή γλυκό.
Τα περισσότερα άτομα που κάνουν υπερφαγικά ή χάνουν τον έλεγχο της τροφής, αναφέρονται σε τροφές επεξεργασμένες, έντονες, συσκευασμένες, αγορασμένες από ταχυφαγεία, ζαχαροπλαστεία, περίπτερα κλπ. Αξίζει να αναρωτηθούμε λοιπόν, κατά πόσο αυτό το φαινόμενο έχει να κάνει με την ενοχική συμβολοποίηση του τροφίμου από το άτομο ή απλά την εθιστική δράση του τροφίμου. Αξίζει επίσης να σκεφτούμε πόσο βοηθητικό είναι για κάποιον να τον κατευθύνουμε να καταναλώνει με μέτρο ένα τρόφιμο που έχει έντονη επίδραση; Eιδικά όταν πλέον γνωρίζουμε ερευνητικά ότι για παράδειγμα τα έντονα γλυκά τρόφιμα μπορεί να έχουν εξαρτησιογόνα δράση.
Υπερφαγία: προσωπική αδυναμία ή κοινωνικό φαινόμενο;
Σίγουρα, η ανάγκη για φαγητό στην απουσία βιολογικής πείνας, προκύπτει από πολλούς λόγους. Η συναισθηματική κατάσταση του ατόμου και η συσχέτιση συναισθήματος και τροφής, είναι σημαντικοί παράγοντες. Πολλά επεξεργασμένα τρόφιμα όμως, που καταναλώνονται στην καθημερινότητα, που προσφέρονται και επικρατούν κοινωνικά, φαίνεται ότι ίσως μπορούν να δημιουργήσουν από μόνα τους υπερβολή στην κατανάλωση. Ας λάβουμε υπόψη, ότι παγκοσμίως η παχυσαρκία έχει σχεδόν διπλασιαστεί από το 1980. Συγκεκριμένα, το 2008, περισσότερα από 1,4 δισεκατομμύρια ενήλικες, 20 ετών και άνω, ήταν υπέρβαροι. Από αυτούς πάνω από 200 εκατομμύρια άνδρες και σχεδόν 300 εκατομμύρια γυναίκες ήταν παχύσαρκοι και οι θάνατοι που συνδέονται με τη νόσο αγγίζουν κάθε χρόνο τα 2.8 εκατομμύρια παγκοσμίως (πηγή: WHO , WHO2). Άρα, η υπερβολική κατανάλωση τροφής δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είναι γέννημα μόνο αρνητικών συναισθημάτων που βρίσκουν ανακούφιση στην τροφή. Ίσως χρειάζεται να σκεφτούμε κατά πόσο η ίδια η τροφή και το είδος της, μπορεί να γεννήσει την υπερφαγία και κατ επέκταση τον αρνητισμό που αυτή επιφέρει όπως η δυσφορία, η ενοχή, οι τύψεις και η προσωπική δυσαρέσκεια. Ερευνητικά άλλωστε, σχετίζεται πλέον η συμπεριφορά εξάρτησης από την τροφή με εξάρτήσεις ουσιών όπως το αλκοόλ και η κοκαίνη. Ο νευροδιαβιβαστής της ντοπαμίνης (που προσδιορίζει τα επίπεδα απόλαυσης και κινήτρου) επηρεάζεται σημαντικά κατά την εξαρτητική συμπεριφορά, παρουσιάζοντας έντονη αύξηση και πτώση (πηγή:εδώ).
Υπόθεση Έλλη
Η σύντομη ιστορία της Έλλης, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως τα υπερφαγικά επεισόδια βελτιώνονται άμεσα μόνο με την αλλαγή της διατροφικής κατεύθυνσης χωρίς να λάβουμε καθόλου υπόψη το κομμάτι της συμβουλευτικής στήριξης. Η Έλλη είναι 25 χρόνων και ζυγίζει 132 κιλά.
“Για πολλά χρόνια έτρωγα ελάχιστα τρόφιμα. Κυρίως γλυκά, κρέας, πατάτες και πολύ ψωμί με τυρί. Τα κοντινά μου πρόσωπα το είχαν αποδεχτεί. Έχανα και έπαιρνα βάρος συνεχώς. Τον τελευταίο χρόνο είχα αρχίσει τα περισσότερα γεύματα να τα παίρνω απ’ έξω. Τους τελευταίους 2 μήνες αποφάσισα να αλλάξω τη διατροφή μου και έκανα μία μεγάλη στροφή, ξεκίνησα τη φυτοφαγία. Καταναλώνω τρόφιμα που ποτέ δεν πίστευα ότι μπορούσα να φάω όπως τα όσπρια και κάποια λαχανικά. Με κάνει να αισθάνομαι όμορφα και υγιής. Έχω δει μεγάλη διαφορά στο σώμα μου. Πριν ήταν πολύ δύσκολο με τα υπερφαγικά. Υπήρχε έντονη η επιθυμία. Το θέλω τώρα και το αποκτώ άμεσα. Αλλά η ευχαρίστηση διαρκούσε λίγο και μετά ερχόταν η πτώση και οι τύψεις. Τους τελευταίους 2 μήνες καταναλώνοντας φυτικές τροφές οι αλλαγές ήταν άμεσες. Μέσα στην πρώτη εβδομάδα μειώθηκαν σημαντικά οι έντονες λιγούρες. Έχει περάσει η ανάγκη για άμεση ικανοποίηση. Ακόμα μπορεί να θελήσω να φάω για συναισθηματικού λόγους, για παράδειγμα όταν πιεστώ, αλλά η ένταση του υπερφαγικού και η διάρκειά του δεν έχουν καμία σχέση με πριν και μπορώ με ευκολία να επανέλθω ενώ στο παρελθόν κάτι τέτοιο θα κρατούσε για μέρες.”
Περισσότερες πληροφορίες:
Δημοσίευση σχετικού άρθρου από Τhe New York Times The Extraordinary Science of Addictive Junk
0 Σχόλια