Πριν από μερικούς μήνες ιταλικό δικαστήριο αθώωσε έναν άντρα σε υπόθεση βιασμού, γιατί η γυναίκα δεν ούρλιαξε και δεν ζήτησε βοήθεια κατά τη διάπραξη του βιασμού της. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Ιταλίας φέρεται να ζήτησε να διερευνηθεί η συγκεκριμένη υπόθεση, σύμφωνα με το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων ANSA. Όπως μάλιστα ενημερώνει το ANSA, δικαστήριο στο Τορίνο αποφάνθηκε ότι η έκκληση της γυναίκας «Αρκετά!» προς τον συνάδελφό της, ο οποίος κατηγορήθηκε για τον βιασμό της, αποτέλεσε πολύ αδύναμη αντίδραση για να στοιχειοθετήσει το έγκλημα του βιασμού και να αποδειχθεί στο δικαστήριο ότι υπήρξε βιασμός. Στην απόφαση που εξέδωσε το δικαστήριο, συνεπώς, αναφέρεται ότι «η γυναίκα δεν ούρλιαξε, ούτε ζήτησε βοήθεια», επομένως ο βιασμός δεν συνέβη ποτέ. Η απόφαση έχει προκαλέσει αντιδράσεις, με κύριο επιχείρημα πως είναι αδιανόητο να κατακρίνουμε το γεγονός ότι μια γυναίκα που είναι τρομοκρατημένη με ό,τι της συμβαίνει δεν αντιδρά με φωνές και κραυγές. (*)
Ασφαλώς δεν μπορώ να σχολιάσω την συγκεκριμένη απόφαση, γιατί δεν έχω τα στοιχεία της δικογραφίας, ούτε κάποια άλλη σχετική ενημέρωση, πέρα από όσα στοιχεία μας παρέχουν για το θέμα τα διεθνή ΜΜΕ. Ωστόσο, ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης υπόθεσης και δικαστικής απόφασης, θα ήθελα να αναφερθώ με το σημερινό μου άρθρο στον μύθο που έχει καταρριφθεί από τις εγκληματολογικές έρευνες, σύμφωνα με τον οποίο ο βιασμός αποδεικνύεται μόνο αν υπάρχουν σημάδια πάλης και αντίστασης. Ειδικότερα, όσον αφορά το θέμα της αντίστασης και την κραυγή για βοήθεια, είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι εξαιτίας του τεράστιου σοκ που υφίσταται εκείνες τις στιγμές το θύμα, ιδίως όταν δράστης είναι ένα οικείο πρόσωπο (φίλος, συνάδελφος, γνωστός, συγγενής), καταγράφονται περιπτώσεις όπου το θύμα δεν έχει αντιδράσει καθόλου. Επίσης, σε άλλες περιπτώσεις οι λεκτικές απειλές του δράστη προς το θύμα ή η χρήση μαχαιριού ή όπλου μπορεί και πάλι να έχουν ως αποτέλεσμα την μη αντίδραση του θύματος, το οποίο-όπως είναι εύλογο- φοβάται για τη ζωή του.
Μπορώ να επιβεβαιώσω ερευνητικά, από προσωπικές συνομιλίες μου με γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλικές επιθέσεις, ότι ο φόβος και το σοκ είναι τόσο έντονα και κυρίαρχα συναισθήματα εκείνες τις δραματικές στιγμές, ώστε το θύμα νιώθει -κυριολεκτικά- σαν να έχει παραλύσει και αδυνατεί να αντιδράσει. Άρα, δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση στο ευρύ κοινό το ότι το θύμα ενός βιασμού δεν ουρλιάζει ή δεν καλεί σε βοήθεια, προκειμένου να προστατεύσει τον εαυτό του. Αντίστοιχα, όταν ένα άτομο απειλείται με όπλο, σε περίπτωση ληστείας ή απόπειρας ανθρωποκτονίας, μπορεί να μην αντιδράσει καθόλου και αυτό δεν μας προξενεί την ίδια εντύπωση ούτε εγείρει ερωτήσεις για τις συνθήκες διάπραξης του εγκλήματος. Επομένως, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι σε τόσο κρίσιμες καταστάσεις, απειλητικές για τη ζωή και επώδυνες για την ψυχή, κάθε άτομο δύναται να αντιδράσει διαφορετικά: άλλο με παθητικό τρόπο, άλλο δυναμικά, προσπαθώντας να «απαντήσει» στη βία που δέχεται κ.λπ. Κάθε αντίδραση είναι απολύτως δικαιολογημένη και ερμηνεύεται τόσο από τα πορίσματα της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής, όσο και από την κοινή λογική πολλές φορές. Αναμφισβήτητα, η έρευνα πρέπει να δώσει το λόγο στα ίδια τα θύματα που είναι και τα μόνα πρόσωπα, τα οποία με ακρίβεια και σαφήνεια μπορούν να εξηγήσουν τα συναισθήματα που βίωσαν και μέσα από τον δικό τους λόγο να καταγραφεί ερευνητικά η απάντηση στα «γιατί» που συχνά τίθενται στα δικαστήρια αλλά και στα ΜΜΕ. Αυτό που κυρίως πρέπει να τονίσουμε είναι ότι το «όχι» είναι «όχι» και η μη βίαιη αντίδραση με κραυγές, με πάλη κ.λπ.) από την πλευρά του θύματος δεν ισοδυναμεί με συναίνεση.
Από την άλλη πλευρά, μια πολύ σημαντική παράμετρος αφορά την έγκαιρη ψυχολογική στήριξη του θύματος, ώστε να καταφέρει να επουλώσει τα ψυχικά του τραύματα και να μην περάσει στην αδιέξοδη φάση της αυτό-ενοχοποίησης. Προς αυτήν όμως την κατεύθυνση μπορεί να συμβάλλει και η δικαιοσύνη, προστατεύοντας το θύμα από το να ξαναζήσει το βιασμό του στο δικαστήριο. Εδώ θεωρώ ότι ενδεχομένως θα ήταν σκόπιμο να υπάρξει μια νομική πρόβλεψη, ώστε για παράδειγμα το θύμα μέσω βιντεοσκοπήσεων ή μέσω skype, προκειμένου να αποφευχθεί η μεγάλη συναισθηματική φόρτιση στην αίθουσα του δικαστηρίου, να απαντά στις ερωτήσεις. Με αυτό τον τρόπο, το θύμα δεν θα αναβιώσει ενώπιον ενός μεγάλου αριθμού ατόμων (γνωστών και αγνώστων), τις σκληρές εικόνες του βιασμού και την εξευτελιστική εμπειρία της προσπάθειας να αποδομηθεί ο λόγος του, δεδομένου ότι για να μη λάβει δημοσιότητα η δίκη και να γίνει κεκλεισμένων των θυρών απαιτούνται αυστηρές προϋποθέσεις. Επίσης, κρατώ τις επιφυλάξεις μου σχετικά με το εάν πρέπει να ορίζονται ένορκοι σε δίκες για βιασμό που φτάνουν στα μικτά ορκωτά δικαστήρια (επίσης ένα πολύ σοβαρό προς ανάλυση ζήτημα). Αντίθετα, αναγκαία θα έβλεπα σε κάθε περίπτωση την παρουσία ειδικών επιστημόνων, όπως εγκληματολόγων και ψυχιάτρων, που θα καταθέτουν επιστημονική άποψη και πορίσματα αξιόπιστων ερευνών.
Ασφαλώς, για όλα αυτά τα ζητήματα οι μόνοι αρμόδιοι να τοποθετηθούν επίσημα είναι οι νομικοί με τις γνώσεις τους και να καταθέσουν προτάσεις, αποσκοπώντας στην προστασία του θύματος από εκ νέου θυματοποίησή του, λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψιν τους ότι το έγκλημα του βιασμού συχνά δεν καταγγέλλεται εξαιτίας του φόβου του στιγματισμού. Αναμφίβολα, η κάθε νομική πρόβλεψη πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου που μπορεί να αποδειχθεί αθώος. Υπενθυμίζω ότι ο σεβασμός στο τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου είναι νομικά κατοχυρωμένος και οφείλουν και οι δημοσιογράφοι να τον τηρούν απαρέγκλιτα, σε όλες τις δικαστικές υποθέσεις που παρουσιάζουν στα ρεπορτάζ τους.
Συνοψίζοντας, καταθέτω τη σκέψη μου ότι σε δικαστικές υποθέσεις όπου εκδικάζονται τόσο ευαίσθητα ζητήματα για την ανθρώπινη φύση και ψυχή θα ήταν σκόπιμο να υπάρξουν συγκεκριμένοι τρόποι, μέσα ασφαλώς από νομικές ρυθμίσεις, ώστε οι κατήγοροι και οι κατηγορούμενοι να προστατεύονται από τον κοινωνικό στιγματισμό και από επώδυνες για την ψυχική τους υγεία διαδικασίες. Αλλιώς, το έγκλημα του βιασμού θα συνεχίσει να αποτελεί μια «σκοτεινή» μορφή εγκληματικότητας, η οποία δεν θα καταγγέλλεται εξαιτίας όλων όσων προαναφέρθηκαν. Προτροπή μου, πάντως, προς όλα τα άτομα που έχουν πέσει θύματα εγκληματικότητας αυτής της μορφής να βρουν την ψυχική δύναμη να καταγγείλουν το έγκλημα, γιατί μόνο έτσι και τα ίδια τα θύματα θα «λυτρωθούν» από τον πόνο και θα προστατεύσουν άλλα, εν δυνάμει θύματα.
ΠΗΓΗ:https://www.postmodern.gr
0 Σχόλια